<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d13537987\x26blogName\x3d.::4o+MATI::.\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLACK\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://4mati.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3den_US\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://4mati.blogspot.com/\x26vt\x3d-3529551192642507431', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>
4ï ÌÁÔÉ

Θέατρο: Μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας


Θεοδώρα Παπαχατζάκη – Κατσαράκη
Φιλόλογος


Το Θέατρο είναι μια βασική, αρχέγονη, μιμητική λειτουργία της ζωής, απαραίτητη στην εποχή μας, στην οποία δυστυχώς παρατηρείται μια ανατροπή των ηθικών, πολιτιστικών και αισθητικών αξιών.
Το Θέατρο είναι τόσο παλιό όσο και ο άνθρωπος που πάντα ένιωθε την εσωτερική ανάγκη να εκφραστεί με το λόγο, τη μουσική, την κίνηση, το χορό, το τραγούδι. Ζητούσε να εξωτερικεύσει τις σκέψεις, τα συναισθήματά του, τη χαρά, τη λύπη, τον πόνο, να επικοινωνήσει άμεσα ή έμμεσα με τους συνανθρώπους του, να μοιραστεί τη ζωή του μαζί τους.
Η πρωτογενής αυτή ανάγκη του ανθρώπου που κινείται από το ένστικτο της αρμονίας και του ρυθμού τον ωθεί στη μίμηση και στην ηδονή της.
«Το τε γαρ μιμεισθαι σύμφυτον τοις ανθρώποις εκ παίδων εστί και τούτω διαφέρουσι των άλλων ζώων, ότι μιμητικώτατόν εστι και τάς μαθήσεις ποειται διά μιμήσεως τάς πρώτας, και το χαίρειν τοις μιμήμασι πάντας». (Αριστ. Περί Ποιητ., 1442, β4,5).
Η μίμηση είναι ένα βιοτικό γεγονός, ένα στοιχείο υπαρξιακό. Είναι μια ώθηση της ψυχής να καταργήσει τον πρακτικό χρόνο με το παιχνίδι. Είναι η αναίρεση της χρονικότητας στο άχρονο. Η βιωματοποίηση του άχρονου, η επαγγελία του επερχόμενου, αναγγέλλει τη μετατόπιση από τη σφαίρα του δυνατού στην περιοχή του αδύνατου.
Στο θέατρο διαπιστώνομε πόσο δυσδιάκριτα είναι τα όρια ανάμεσα στο είσθαι και στο φαίνεσθαι, πόσο εύθραυστος είναι ο διαχωρισμός της ζωής από τη μίμησή της, την τέχνη. Αυτό το σύμφυρμα πραγματικότητας και φαντασίας, που εναλλάσσονται στη σκηνή, δημιουργεί την παραίσθηση μιας ανατροπής, που θέτει πάνω από τη ζωή, ως τελειότερη έκφρασή της, την τέχνη.
Φαίνεται παράδοξο -δεν είναι όμως- ότι η ορμέμφυτη τάση της μίμησης γίνεται προϋπόθεση της μάθησης, της ένταξης σ’ ένα πολιτιστικό ή κοινωνικό σύστημα. Πορεύεσαι προς το θαύμα.
Το Θέατρο στηρίζεται στην ιδιαιτερότητα και πολλαπλότητα του ατόμου. Ο καθένας μας, γράφει ο Sylvio d’ Amico, δεν είναι αυτό που νομίζει πως είναι, αλλά είναι «uno, nessuno e centomila» (ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες), ανάλογα με τον τρόπο που τον βλέπουν οι άλλοι και πάντα διαφορετικός από την εικόνα που πλάθει ο ίδιος για τον εαυτό του.
Η αντίληψη για την υποκειμενικότητα της αλήθειας είναι πανάρχαιη όσο και ο άνθρωπος. «Πάντων χρημάτων μέτρων άνθρωπος» ανέφερε ο Πρωταγόρας, για να ασπαστούν αργότερα τη θεωρία του ο Γοργίας, ο Καντ, ο Αϊνστάιν, ο Πιραντέλλο.
Τα φανταστικά πρόσωπα είναι πολύμορφα, όπως και τα πραγματικά. Άλλο σχήμα έχουν για το συγγραφέα, που τα επινόησε, άλλο για το σκηνοθέτη που προσπαθεί να τα σχηματοποιήσει, άλλο για τους ηθοποιούς που τα ερμηνεύουν, άλλο για τους θεατές που τα παρακολουθούν.
Η ζωή, όσο και η τέχνη, παρουσιάζουν απέραντη πολυεδρικότητα, ανάλογα με το υποκείμενο που θεωρεί. Αυτή η πολυσημία επιτρέπει συχνά στο θεατρικό σημείο να χάνει το σημαίνον ή το σημαινόμενό του και να μετατρέπεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που ήταν στην αρχή, με μόνη προϋπόθεση την αποδοχή της απαραίτητης σύμβασης ανάμεσα στους ηθοποιούς και τους θεατές (Ertel: 1977).
Η αφήγηση, η μουσική, το τραγούδι και ο χορός βρίσκονται σε αδιάσπαστη συνοχή με τον ποιητικό λόγο και τη δραματική πράξη. «Ένας άνθρωπος που αγωνιά», γράφει ο Μπρεχτ, «είναι κάτι το πραγματικό, αλλ’ αν αρχίσει να τραγουδάει, ο θεατής μεταφέρεται σε σφαίρα μαγείας και τόσο περισσότερο χαίρεται το θέαμα, όσο πιο έντονη είναι η μαγεία αυτή».
O Ερρίκος Ίψεν, ο Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας που έδωσε στο ρεαλισμό σοβαρότητα, τεχνική και ποίηση, που αντιμετώπισε με πάθος το πρόβλημα της στάσης του ανθρώπου απέναντι στην κοινωνία και τον εαυτό του, κάνοντας μια αυτοκριτική και αξιολόγηση στο τέλος της ζωής του, διαπιστώνει πως όλο το θεατρικό του έργο δεν είναι παρά ένα και μόνο δράμα σε πολλές πράξεις, το δράμα της ατομικής του ζωής. Και ακόμη πως την έμπνευση για κάθε δημιούργημά του την έδιναν οι στιγμές που το άγχος του γινόταν τόσο ασφυκτικό, ώστε να οδηγεί στην ανάγκη μιας κάθαρσης. Και ο Μωρίς Μαίτερλιγκ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι υπάρχει μια καθημερινή, απλή τραγικότητα, που είναι πιο πραγματική, πιο βαθιά και πιο ταιριαστή στο πραγματικό μας είναι παρά η τραγικότητα των μεγάλων περιπετειών.
Σ’ ένα θεατρικό έργο συνυπάρχουν ο μύθος (η πλοκή της υπόθεσης), το ήθος (ψυχογράφηση), το μέλος (μουσική) και η όψις (θέαμα). Βασικοί συντελεστές: ο συγγραφέας, ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος, ο μουσικός, οι ηθοποιοί, αλλά και ο θεατής, που μετέχει δραστικά και αποφασιστικά στη λειτουργία του έργου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Τάσος Λιγνάδης «ο θεατής δεν είναι μια υποδοχή καλαισθητικών εντυπώσεων ή ηθικών προβληματισμών, αλλά το χημικό στοιχείο που συνδυάζει ή καταλύει τα σήματα που προκαλούν την ενεργειακή του εκρηκτικότητα, αναθεωρώντας απαρχής το είναι του ή το είναι της ίδιας της ζωής ή της Ιστορίας».
Μια μυστική ακτινοβολία εκπέμπεται από τον πομπό (έργο) στο δέκτη (θεατή) και θέλγει το πνεύμα, τις αισθήσεις και την ψυχή του, δένοντας με αδιόρατα νήματα την πλατεία με το προσκήνιο και τη σκηνή. Κανένα παράσιτο δεν παρεμβάλλεται˙ κανένα εμπόδιο δε θολώνει την ανελέητη διαπεραστικότητα, την άμεση επικοινωνία σκηνής – θεατή. Η υποκριτική τέχνη γίνεται το όργανο, το μέσο της ψυχικής επαφής που λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στους συντελεστές του έργου και στο θεατή.
Ο αντικειμενικός στόχος κάθε θεατρικού έργου είναι η προβολή του πέρα και πάνω από τον περιορισμένο χώρο της σκηνής και τον καθορισμένο χρόνο μιας εποχής. Ο θεατής καλείται να συμμετάσχει στη δράση των ηρώων, τις αγωνίες, τις αναζητήσεις και τις προσδοκίες τους, να διδαχτεί από τα πάθη τους, να κρίνει τα θετικά ή αρνητικά στοιχεία της ζωής τους, να αντλήσει δύναμη και πνευματική τροφή.
«Το κοινό», αναφέρει ο Στανισλάβσκι, «πάει στο θέατρο για να διασκεδάσει, αλλά φεύγει από αυτό είτε με πλουτισμένη γνώση, ή με λυμένα τα προβλήματά του, ή με απορίες στο μυαλό που ο καθένας θα προσπαθήσει να ξεκαθαρίσει, ή με τα μάτια ανοιγμένα απέναντι σε κάτι που συμβαίνει κάθε μέρα, μα που μόνο μια μεγαλοφυΐα παρατήρησε».
Είναι κοινοτοπία, μα είναι αλήθεια αιώνια, αν ισχυριστούμε πως καμιά τέχνη δεν συνδέεται τόσο με την κοινωνική πραγματικότητα, δεν ανταποκρίνεται τόσο άμεσα στη ζωή, όσο η θεατρική τέχνη. Φτάνει το θέατρο να βρει το αληθινό του πρόσωπο, το πραγματικό του νόημα. Νόημα ποιητικό, δραματικό. Νόημα βαθιά ανθρώπινο με την ανάγλυφη παρουσίαση των χαρακτήρων και τις αντιδράσεις των ηρώων. Νόημα κοινωνικό, που να θέτει και να προβάλλει τα προβλήματα του κόσμου, να αποκρυσταλλώνει τις σκέψεις, τις ιδέες του.
Το Θέατρο επενεργεί στο θεατή σαν μια θεραπευτική αγωγή της ψυχής˙ πλάθει, καλλιεργεί και μορφώνει την κοινωνική συνείδηση, επηρεάζει άμεσα και δραστικά το κοινό και δικαιολογημένα ο Αριστοφάνης το θεωρεί σχολείο για μικρούς και μεγάλους. Γιατί το Θέατρο επιδιώκει μιαν επαναφορά στην επιφάνεια όχι μόνο όλων των απόψεων του αντικειμενικού και περιγραφικού εξωτερικού κόσμου, αλλά και του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου.
Το θεατρικό έργο βρίσκεται «εν δυνάμει» μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο και είναι έργο του σκηνοθέτη να του δώσει πνοή, να το ολοκληρώσει.
Οι βοηθητικές τέχνες του θεάτρου είναι πολλές. Έχουν όμως όλες τον ίδιο σκοπό. «Είναι μέσα στη φύση του δράματος, γράφει ο Jacques Copeau, στην ίδια τη γένεσή του, να είναι ταυτόχρονα λόγος και τραγούδι, ποίηση και δράση, χρώμα και χορός, για να τα ονομάσουμε όλα αυτά με τη λέξη που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες: «Μουσική».
Κάτι ανάλογο γράφει και ο Gaston Baty: «Η ζωγραφική, η γλυπτική, ο χορός, η πρόζα, ο στίχος, το τραγούδι, η συμφωνία, να οι επτά χορδές τεντωμένες η μία δίπλα στην άλλη της δραματικής λύρας».
Ο σκηνοθέτης είναι ο βασικός παράγων της ενιαίας σύλληψης της παράστασης, είναι η συνισταμένη των παραμέτρων που δίνουν την αίσθηση του συνόλου.
Το θέατρο είναι ο μαγικός καθρέφτης που καθρεφτίζει τη ζωή και καθρεφτίζεται πάνω της. Και όμως. Εκείνο που ενδιαφέρει τους περισσότερους θεατές είναι να μπορέσουν – παρακολουθώντας ένα θεατρικό έργο – ν’ ανταλλάξουν το σκληρό, αντιφατικό κόσμο που ζουν
μ’ ένα αρμονικό, ονειρεμένο, που δεν γνώρισαν και ζητούν να ταυτιστούν μαζί του. Όλοι μας στο θέατρο τη χαρά της κάθαρσης ζητούμε, τη λυτρωτική ενέργεια της αναγέννησης προσπαθούμε να βιώσουμε.
Στην ταραγμένη εποχή μας μέσα στο άγχος που μας πνίγει καθημερινά, καθώς το σκοτάδι, η υποκρισία, η αδικία, η ανισότητα σφίγγουν τον κλοιό ολόγυρά μας, ο άνθρωπος αποζητάει παρηγοριά στην Τέχνη την αληθινή.
Πέρα από το θέαμα, όπως τονίζει ο Μπρεχτ, το θέατρο αναθέτει στο θεατή έναν παραγωγικό ρόλο. Να χαρεί τη δράση με τον πιο απλό τρόπο γιατί ο ευκολότερος τρόπος της ύπαρξης είναι στην τέχνη. Μόνο όταν σπάσουν οι αλυσίδες που δεσμεύουν την παραγωγική ενεργητικότητα θα μπορέσει να μεταβληθεί η μάθηση σε απόλαυση και η απόλαυση σε μάθηση.

Βιβλιογραφία

1. Μπέρτολντ Μπρεχτ: Μικρό όργανο για το Θέατρο
Εκδ. Πλειάς 1974.
2. Τάσου Λιγνάδη: Θεατρολογικά, Αθήνα 1978.
3. Θεόδωρου Γραμματά: Νεοελληνικό Θέατρο και Κοινωνία.
Αθήνα 1990.