<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d13537987\x26blogName\x3d.::4o+MATI::.\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLACK\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://4mati.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3den_US\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://4mati.blogspot.com/\x26vt\x3d-3529551192642507431', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>
4ï ÌÁÔÉ

Τα απειλούμενα είδη της χώρας μας




WWF Ελλάς
Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση


www.wwf.gr

Τηλ: 210-3314893





Η Ελλάδα, μια από τις χώρες της Ευρώπης με τη μεγαλύτερη βιοποικιλότητα, φιλοξενεί στις θάλασσες και τις ακτές, τα ποτάμια, τις λίμνες και τα δάση της σπάνια ζώα, ορισμένα από τα οποία βρίσκονται σε κίνδυνο. Πολλά από τα απειλούμενα αυτά είδη τελούν υπό την προστασία της περιβαλλοντικής οργάνωσης WWF Ελλάς, η οποία αγωνίζεται για τη διαφύλαξή τους στο πλαίσιο των ευρύτερων προγραμμάτων, που αναπτύσσει σε διάφορες περιοχές της χώρας. Αυτά είναι:

Το τσακάλι (Canis aureus) είναι ένα σπάνιο θηλαστικό που ζει σε ελάχιστες περιοχές των Βαλκανίων, ενώ από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει μόνο στην Ελλάδα.
Μέχρι το 1990 ήταν "επικηρυγμένο" είδος από την πολιτεία και δινόταν αμοιβή για τη θανάτωση του από τα δασαρχεία. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία μόνο την περίοδο 1974-1980 θανατώθηκαν 7.000 άτομα. Τα ερευνητικά προγράμματα του WWF Ελλάς δείχνουν ότι οι πληθυσμοί του τσακαλιού έχουν μειωθεί δραματικά τα τελευταία 25 χρόνια, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι απαραίτητοι για την επιβίωσή του, βιότοποι απειλούνται με ολοκληρωτική καταστροφή με την επέκταση των αστικών περιοχών εις βάρος των φυσικών οικοτόπων και τις πυρκαγιές. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα καταφύγια του -τα μεσογειακά δάση και οι θαμνότοποι, οι υγρότοποι, καθώς και τα παραδοσιακά αγροσυστήματα - είναι τα σημαντικότερα, σε βιοποικιλότητα, χερσαία οικοσυστήματα της Ελλάδας.

Το δελφίνι είναι αναμφίβολα το αγαπημένο θηλαστικό των ελληνικών θαλασσών. Στη χώρα μας απαντώνται εννέα είδη από ένα σύνολο τριάντα δύο ειδών που παρατηρούνται παγκοσμίως.
Οι φυσικοί εχθροί των δελφινιών είναι ελάχιστοι. Κι όμως τα δελφίνια κινδυνεύουν στη Μεσόγειο καθώς και παγκόσμια. εξαιτίας μιας σειράς ανθρώπινων δραστηριοτήτων:
Η θαλάσσια ρύπανση: Ίσως, ο κυριότερος κίνδυνος για την επιβίωση των κητωδών. Καθώς τα δελφίνια βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας συγκεντρώνουν μεγάλες ποσότητες τοξικών ουσιών στο σώμα τους. Ένα μεγάλο μέρος αυτών περνάει μέσω του θηλασμού και στις επόμενες γενεές. Μερικοί από τους ρυπαντές είναι τόσο τοξικοί ή συγκεντρώνονται σε τόσο μεγάλες ποσότητες που προκαλούν άμεσο θάνατο. Συχνότερα όμως, εξασθενούν τον οργανισμό, προκαλούν επιπλοκές στην αναπαραγωγή, χρόνιες ασθένειες ή δυσλειτουργίες και κατά συνέπεια απειλούν την επιβίωσή των δελφινιών.
Η τυχαία σύλληψή τους σε αλιευτικά εργαλεία: Η χρήση αφρόδιχτων και το λαθραίο ψάρεμα με δυναμίτιδα ευθύνονται για το θάνατο χιλιάδων δελφινιών και άλλων θαλάσσιων θηλαστικών κάθε χρόνο.
Η υπεραλίευση: Η όλο και μεγαλύτερη απαίτηση του ανθρώπου για τροφή από τη θάλασσα έχει σαν αντίκτυπο την εξάντληση των αλιευτικών πόρων, επηρεάζοντας άμεσα την επιβίωση των δελφινιών. Δελφίνια που πιθανά δυσκολεύονται να εντοπίσουν τροφή, έλκονται από τη λεία που είναι παγιδευμένη στα δίχτυα και δημιουργούν συχνά ζημιές στα αλιευτικά εργαλεία με οικονομικό αντίκτυπο στους αλιείς.
Η εσκεμμένη θανάτωσή τους: Η φαλαινοθηρία ξεκίνησε πριν εκατοντάδες χρόνια. Ένα, ένα τα είδη των μεγάλων φαλαινών αλιεύθηκαν σε σημείο να κινδυνεύουν με εξαφάνιση. Το 1986, μετά από συντονισμένες προσπάθειες πολλών περιβαλλοντικών οργανώσεων συμφωνήθηκε η απαγόρευση της φαλαινοθηρίας.. Επίσης, Πολλά είδη δελφινιών αλιεύονται τώρα πιο έντονα σε σχέση με το παρελθόν στην προσπάθεια να αντικατασταθεί το κρέας της φάλαινας στην αγορά, μετά την επίσημη απαγορέυση της φαλαινοθηρίας. Παρόλα αυτά, εκατοντάδες φαλαινών αλιεύονται ακόμα με την δικαιολογία της επιστημονικής έρευνας. Παράλληλα, η ανταγωνιστική σχέση των δελφινιών με τους ψαράδες είναι μια άλλη περίπτωση σκόπιμης θανάτωσης δελφινιών, όπου έχουν αναφερθεί μεμονωμένες περιπτώσεις με χρήση κυνηγετικών όπλων και δηλητηριασμένων ψαριών.
Η υποβάθμιση της παράκτιας ζώνης: Είδη όπως το ρινοδέλφινο, που ζουν σε παράκτιες περιοχές δέχονται άμεσα τις επιπτώσεις της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης της παράκτιας ζώνης. Μεγάλα έργα όπως η κατασκευή μεγάλων λιμανιών, ιχθυοκαλλιεργειών και η έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην ισορροπία του της παράκτιας οικοσυστήματος.
Η σκόπιμη σύλληψή τους: Πρόβλημα αποτελεί σε διεθνές επίπεδο η σύλληψη δελφινιών, τα οποία στη συνέχεια τίθενται σε καθεστώς αιχμαλωσίας για ποικίλους λόγους (δελφινάρια, στρατιωτικά πειράματα, κ.ά).

Η θαλάσσια χελώνα καρέτα (Caretta caretta) είναι το μόνο είδος θαλάσσιας χελώνας που αναπαράγεται στην Ελλάδα, όπου βρίσκονται και οι πιο σημαντικοί βιότοποι του είδους στη Μεσόγειο.
Η υποβάθμιση και η καταστροφή των βιότοπων όπου αναπαράγεται η καρέτα θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο την επιβίωση του είδους. Κύρια αιτία για την αλλοίωση του φυσικού χαρακτήρα των ακτών αποτελεί η άναρχη τουριστική ανάπτυξη, που συνεπάγεται δραματική συρρίκνωση των διαθέσιμων παραλιών ωοτοκίας της χελώνας: Ο θόρυβος από τα ξενοδοχεία και τις ταβέρνες τρομάζει τις θηλυκές Caretta caretta, τα φώτα αποπροσανατολίζουν τους νεοσσούς, ενώ τα οχήματα, οι ομπρέλες για τον ήλιο και οι ξαπλώστρες συμπιέζουν την άμμο προκαλώντας σοβαρά προβλήματα στην ωοτοκία και την εκκόλαψη.
Σημαντικές απειλές αποτελούν επίσης η χρήση μη επιλεκτικών αλιευτικών εργαλείων -κάθε χρόνο χιλιάδες θαλάσσιες χελώνες μπλέκονται τυχαία στα δίχτυα και τα παραγάδια και πνίγονται- και η ρύπανση από προϊόντα πετρελαίου, χημικές ουσίες και σκουπίδια. Ιδιαίτερο πρόβλημα αποτελούν οι πλαστικές σακούλες, αφού οι χελώνες τις τρώνε, νομίζοντας πως πρόκειται για τσούχτρες, με αποτέλεσμα να πεθαίνουν από ασφυξία.
Τέλος, κάποιες χελώνες τραυματίζονται, μερικές φορές θανάσιμα, από ταχύπλοα σκάφη που πλέουν κοντά στις παραλίες ωοτοκίας. Πάντως, με την εφαρμογή των απαραίτητων μέτρων προστασίας, αυτή η τελευταία απειλή τείνει πλέον να μειωθεί σημαντικά.

Ο μαυρόγυπας (Aegypius monachus) είναι ο μεγαλύτερος γύπας της Ευρώπης, με τους κύριους πληθυσμούς του να βρίσκονται στην Ιβηρική χερσόνησο και στα Βαλκάνια (Ελλάδα-Βουλγαρία).
Ένας από τους κύριους παράγοντες που οδήγησαν στη μείωση των πληθυσμών των μαυρόγυπων στην ελληνική ύπαιθρο ήταν η έλλειψη τροφής λόγω της αλλαγής των πρακτικών κτηνοτροφίας, από ζώα ελεύθερης βοσκής σε εσταυλισμένα ζώα. Ως μέτρο αντιμετώπισης της απώλειας άφθονης τροφής στη φύση του δάσους Δαδιάς και του ορεινού Έβρου, το 1987 ιδρύθηκε χώρος συμπληρωματικής τροφοδοσίας των γυπών κοντά στο χωριό της Δαδιάς γεγονός που συνέβαλε στην αύξηση και σταθεροποίηση του πληθυσμού των Μαυρόγυπων από 25 άτομα το 1980 σε 90-100 άτομα τα τελευταία 5 χρόνια.
Ένας επίσης σοβαρός παράγοντας της μείωσης των Μαυρόγυπων όπως επίσης και των άλλων ειδών γυπών ήταν η εκτεταμένη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων για την καταπολέμηση των μεγάλων και μικρών σαρκοφάγων ζώων, όπως οι λύκοι, τα τσακάλια, οι αλεπούδες, τα κουνάβια και οι ασβοί, καθώς και των πουλιών, όπως αετοί και κορακοειδή, είδη άγριας πανίδας που στο παρελθόν διώκονταν ως ζώα «επιβλαβή» για την αγροτική παραγωγή. Οι μαζικές θανατώσεις γυπών που τρέφονταν με τα δηλητηριασμένα νεκρά ζώα οδήγησε στη συρρίκνωση των πληθυσμών τους σε ελάχιστες περιοχές της Ευρώπης και της Ελλάδας.
Παρότι, ο όρος «επιβλαβές ζώο» δεν αναφέρεται πλέον επίσημα και η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων έχει απογορευτεί από το 1993 στην Ελλάδα, τα δολώματα συνεχίζουν να τοποθετούνται παράνομα στην ύπαιθρο. Τα δηλητηριασμένα ζώα που αφήνονται ανεξέλεγκτα στη φύση αποτελούν παγίδες θανάτου για τους ελάχιστους γύπες που έχουν απομείνει στην Ελλάδα και μάλιστα για τους μοναδικούς Μαυρόγυπες του δάσους Δαδιάς.
Τέλος, η μείωση των ώριμων δέντρων λόγω εκμετάλλευσης των δασών για παραγωγή ξύλου αποτέλεσε σε συνδυασμό με τους προαναφερόμενους, ακόμη έναν παράγοντα συρρίκνωσης των πληθυσμών του Μαυρόγυπα.

Το αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra balcanica) ζει στις απομακρυσμένες περιοχές των μεγάλων και απόκρημνων βουνών της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Εδώ και πολλές δεκαετίες, η εξαφάνιση αρκετών πληθυσμών αγριόγιδου από τα ελληνικά βουνά και η δραματική συρρίκνωση όλων των υπολοίπων οδήγησαν την πολιτεία στην απαγόρευση του κυνηγιού του. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα το παράνομο κυνήγι παραμένει η κυριότερη απειλή για το είδος. Σε αυτό συμβάλλουν:
· η ουσιαστικά ανύπαρκτη φύλαξη των βιοτόπων του,
· η έλλειψη φορέων διαχείρισης και ειδικών επιστημόνων και φυλάκων στις προστατευόμενες περιοχές όπου απαντάται,
· η οριοθέτηση των καταφυγίων άγριας ζωής χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι οικολογικές απαιτήσεις του είδους -- κάτι που συμβαίνει συχνά,
· η διάνοιξη ορεινού οδικού δικτύου ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται πολύ η προσέγγιση των λαθροκυνηγών.
Σοβαρές όμως είναι και οι απειλές που προέρχονται από την καταστροφή και την υποβάθμιση καίριων σημείων του βιότοπου του ζώου, καθώς και από ορισμένες ανθρώπινες δραστηριότητες. Για παράδειγμα, το μοτοκρός ή η διάσχιση με οχήματα σε περιοχές νευραλγικής σημασίας για το είδος (όπως είναι οι ζώνες σύνδεσης των επιμέρους πληθυσμών, οι περιοχές διαχείμασης και κάποιες θέσεις σημαντικές για τη διατροφή του) έχουν αρνητική επίπτωση στην αριθμητική και γεωγραφική εξάπλωσή του.
Το γεγονός ότι οι πληθυσμοί του αγριόγιδου στη χώρα μας είναι όχι μόνο λιγοστοί, αλλά και μικροί σε αριθμό ατόμων, εγκυμονεί κινδύνους γενετικής αποδυνάμωσής τους. Η απουσία επικοινωνίας και ανταλλαγής γονιδίων μεταξύ αυτών των πληθυσμών μειώνει τις πιθανότητες επιβίωσης του είδους στο απώτερο μέλλον. Σενάρια για εισαγωγή στη χώρα μας ατόμων από άλλες περιοχές εμπεριέχουν πάντα τον κίνδυνο της γενετικής αλλοίωσης και δεν πρέπει να υλοποιηθούν.

Η μεσογειακή φώκια (Monachus monachus) είναι ένα από τα περισσότερο απειλούμενα με εξαφάνιση θηλαστικά στον κόσμο. Ο μισός εναπομείναντας πληθυσμός της ζει στην Ελλάδα.
Μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι άνθρωποι κυνηγούσαν τη μεσογειακή φώκια για το δέρμα της, με το οποίο έφτιαχναν παπούτσια και ζώνες, και για το λίπος της, από το οποίο έφτιαχναν σπαρματσέτα και σαπούνι. Στις μέρες μας το κυνήγι της για εμπορικούς σκοπούς έχει σταματήσει, αλλά η μεσογειακή φώκια απειλείται περισσότερο παρά ποτέ. Κυριότερα αίτια είναι η καταστροφή των βιότοπων του ζώου καθώς και η εκ προθέσεως θανάτωσή του.
Η επέκταση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο μεγαλύτερο μέρος των ακτών (κυρίως λόγω της τουριστικής ανάπτυξης) έχουν επιφέρει δραματική συρρίκνωση και υποβάθμιση των βιότοπων του είδους. Οι παραλίες όπου κάποτε ξεκουράζονταν οι φώκιες, έχουν σήμερα γεμίσει ξενοδοχεία και ταβέρνες. Το χειρότερο: ακόμα και τα τελευταία καταφύγια του ζώου, οι θαλασσινές σπηλιές, είναι πλέον προσιτά στους κατόχους σκαφών αναψυχής, που με την παρουσία τους μπορεί να ενοχλήσουν και να τρομάξουν τις φώκιες.
Στην υποβάθμιση του βιότοπου της μεσογειακής φώκιας συμβάλλει και η ρύπανση από βιομηχανικά απόβλητα και προϊόντα πετρελαίου.
Παράλληλα, η υπεραλίευση καθώς και η παράνομη αλιεία (π.χ. με χρήση δυναμίτη) έχουν οδηγήσει σε σημαντική μείωση των ιχθυαποθεμάτων. Οι φώκιες, ανήμπορες πλέον να εξασφαλίσουν αρκετή τροφή από το φυσικό τους στοιχείο, στρέφονται ολοένα και συχνότερα στα δίχτυα των ψαράδων αφαιρώντας την "ψαριά" και προξενώντας ζημιές στα αλιευτικά εργαλεία. Οι αλιείς, οργισμένοι, φτάνουν σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και στη θανάτωση των ζώων.

Η καφέ αρκούδα (Ursus arctos) είναι το μεγαλύτερο χερσαίο θηλαστικό της Ευρώπης. Οι πληθυσμοί της εντοπίζονται στη χώρα μας στα δάση της Βόρειας Ελλάδας.
Το παράνομο κυνήγι και η θανάτωση από πρόθεση αποτελούν την κύρια απειλή εξαφάνισης του είδους στην Ελλάδα. Αν και το κυνήγι του είδους απαγορεύεται από την νομοθεσία από το 1969 υπολογίζεται ότι 15-20 αρκούδες θανατώνονται ετησίως από ασυνείδητους.
Παράλληλα η διάνοιξη δρόμων, η κατασκευή φραγμάτων και η δημιουργία τουριστικών εγκαταστάσεων αλλοιώνουν, υποβαθμίζουν και κατακερματίζουν τους βιότοπους εξάπλωσης του είδους (δάση οξιάς, δρύος, μαυρόπευκου, ελάτης σε υψόμετρο 800-2000μ.). Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ παλαιότερα η καφέ αρκούδα ζούσε σχεδόν σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, σήμερα απαντάται στους κύριους ορεινούς όγκους της βόρειας και κεντρικής Πίνδου και της δυτικής Ροδόπης.
Το μόνο ενθαρρυντικό είναι ότι στην Ελλάδα έχει περιοριστεί το φαινόμενο της "αρκούδας χορεύτριας". Πάντως στο χώρο των Βαλκανίων οι "αρκουδιάρηδες" αποτελούν μία από τις σημαντικότερες αιτίες εξαφάνισης του είδους, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις οι "εκπαιδευτές" σκοτώνουν τη μητέρα για να αιχμαλωτίσουν το μικρό, με αποτέλεσμα να μειώνεται δραματικά ο αριθμός των θηλυκών ατόμων, ιδιαίτερα σημαντικά για την επιβίωση του είδους.

WWF Ελλάς
Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση

Η περιβαλλοντική οργάνωση WWF Ελλάς αποτελεί κομμάτι της διεθνούς οικογένειας του WWF (World Wide Fund for Nature), η οποία απαρτίζεται από 50 εθνικές οργανώσεις και αγωνίζεται για την προστασία του περιβάλλοντος σε περισσότερες από 100 χώρες.
Ιδρύθηκε το 1990 από τον Λουκ Χόφμαν με την υποστήριξη του Έλληνα αρχιτέκτονα Θύμιου Παπαγιάννη, ως αυτόνομη εθνική οργάνωση με δικό της διοικητικό συμβούλιο. Έχει τη νομική μορφή Κοινωφελούς Ιδρύματος με έδρα την Αθήνα.
Αποστολή του WWF Ελλάς είναι να διατηρήσει την πλούσια βιοποικιλότητα της Ελλάδας ως αναπόσπαστο στοιχείο της Μεσογείου και να εμποδίσει – και μακροπρόθεσμα να αντιστρέψει – την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, στοχεύοντας στην αρμονική συνύπαρξη ανθρώπου και φύσης.
Η δράση του WWF στην Ελλάδα ξεκίνησε το 1969, πριν από τη σύσταση της εθνικής οργάνωσης, με πρώτο σταθμό τη συμβολή στην αποκατάσταση του δάσους της Καισαριανής στον Υμηττό. Στη συνέχεια, στήριξε το πρόγραμμα προστασίας Πρεσπών και βοήθησε στην πραγματοποίηση συνεδρίου για τους ελληνικούς υγρότοπους.
Από την ίδρυσή του το 1990, το WWF Ελλάς έχει υλοποιήσει περισσότερα από 70 προγράμματα δράσης. Αυτά αφορούν τους τομείς της ενεργούς προστασίας και διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος (προγράμματα ‘πεδίου’), τη διοργάνωση εκστρατειών ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των πολιτών, την τεκμηρίωση παρεμβάσεων σε θέματα περιβαλλοντικής πολιτικής της χώρας, αλλά και την υλοποίηση προγραμμάτων περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και κατάρτισης.