<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d13537987\x26blogName\x3d.::4o+MATI::.\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLACK\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://4mati.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3den_US\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://4mati.blogspot.com/\x26vt\x3d-3529551192642507431', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>
4ï ÌÁÔÉ

Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη


Νίκος Ψιλάκης
Δημοσιογράφος - Συγγραφέας



Ως λαϊκές τελετουργίες εννοούμε τις εθιμικές πράξεις που συνδέονται με λαϊκή λατρεία και εκφράζονται με ποικίλες εκδηλώσεις και συμβολισμούς στον κύκλο του χρόνου. Τόσο οι απλές όσο και οι περισσότερο σύνθετες τελετουργικές ενέργειες συμβαδίζουν με τη λαϊκή – θρησκευτική ευλάβεια και στηρίζονται σε ένα ευρύτατο φάσμα λαϊκής δοξασιολογίας, δημιουργώντας εθιμικά περιβλήματα προστασίας του ίδιου του ανθρώπου και των αγαθών που παράγει. Σε γενικές γραμμές, οι λαϊκές τελετουργίες λειτουργούν ως ομαδικές εκφράσεις των τοπικών κοινωνιών, είναι καθολικώς αποδεκτές και επαναλαμβάνονται σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα στον ετήσιο κύκλο.
Τα λαϊκά τελετουργικά έθιμα της Κρήτης, όπως και πολλών άλλων περιοχών της Βαλκανικής και της Μεσογείου, βρίσκονται σε υποχώρηση κατά τις τελευταίες δεκαετίες ή υφίστανται σημαντικές μεταβολές, άρρηκτα συνδεδεμένες με τις μεταβολές των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. Ως συμβατικό όριο της διατάραξης του εθιμικού περιβάλλοντος των σύγχρονων κοινωνιών θεωρείται ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Μετά τη δεκαετία του 1950 άρχισε η σταδιακή εκμηχάνιση της αγροτικής παραγωγής και ο εξαστισμός και επιταχύνθηκε η «ρήξη της παραδοσιακής κλειστής ζωής στην αγροτική κοινότητα». Παράλληλα βελτιώθηκαν οι συνθήκες επικοινωνίας των ανθρώπων και οι μικρές απομονωμένες κοινότητες άρχισαν να δέχονται τόσες επιρροές όσες πιθανόν να μην είχαν δεχτεί όλους τους τελευταίους αιώνες.
Οι λαϊκές τελετουργίες δεν περιορίζονται αποκλειστικά στον αγροτικό χώρο. Και ο άνθρωπος των αστικών κέντρων λειτουργεί οδηγημένος από την αρχέγονη μαγική σκέψη. Ο ναυτικός, για παράδειγμα, που συνήθιζε να ρίχνει λάδι από την καντήλα του Άι Νικόλα για να γαληνέψουν οι θάλασσες ή ο παλιός Καστρινός που περνούσε όλη την ημέρα της Ανάληψης στην παραλία της Τρυπητής κάνοντας το πρώτο μπάνιο ή ψάχνοντας «βρυγιές» πέτρες για να τις βάλει κάτω από το κρεβάτι του, πίστευε ότι με αναλογικές ενέργειες εθιμικού χαρακτήρα μπορούσε να καταστήσει ευνοϊκές για τον ίδιο και το σπιτικό του κάποιες απροσδιόριστες υπερφυσικές δυνάμεις οι οποίες θεωρούσε ότι επηρέαζαν συνολικά τη ζωή του. Δεν πρέπει, βέβαια, να ξεχνάμε τον αγροτικό χαρακτήρα των προβιομηχανικών πόλεων της Βαλκανικής και τη σχέση των κατοίκων τους με τη γη (οι μεγάλες αστικές οικογένειες διέθεταν πλούσια μετόχια κοντά ή μακριά από τις πόλεις).
Στην Κρήτη οι τελετουργίες του αστικού χώρου υποχώρησαν σε σημαντικό βαθμό απότομα στα μέσα του 17ου αιώνα. Το όριο αυτό είναι ιστορικό και οφείλεται στην κατάκτηση του νησιού από τους Οθωμανούς. Πολλοί από τους ως τότε αστούς, ορθόδοξους και καθολικούς, αναγκάστηκαν να εκπατριστούν και να μην επιστρέψουν ποτέ πια στον τόπο τους. Στα αστικά κέντρα, όπου ζούσαν δυο τουλάχιστον ομάδες με διαφορετικές θρησκευτικές ταυτότητες (ορθόδοξοι – καθολικοί) αλλά με πολλά κοινά στοιχεία λόγω της συμβίωσής τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρατηρήθηκε απότομη ρήξη, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική κατάργηση της μιας (καθολικοί), και την εγκατάσταση άλλης, καινούργιας, με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές και διαφορετική ταυτότητα (μουσουλμάνοι). Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιούργησε ισχυρές θρησκευτικές ομαδοποιήσεις.
Οι μουσουλμάνοι και νέο-μουσουλμάνοι (εξισλαμισμένοι Κρητικοί) που εγκαταστάθηκαν στις πόλεις μετέφεραν καινούργια έθιμα, άγνωστα στις κλεισμένες με βαριά τείχη πόλεις, μέσα στις οποίες λειτουργούσαν ως τότε δεκάδες χριστιανικοί ναοί. Οι ιεροί αυτοί χώροι άλλαξαν χρήση μέσα σε λίγες ώρες. Σήμερα μπορούμε να γνωρίζομε τις τελετουργίες του αστικού κέντρου μέσα από τις ιστορικές πηγές, τα κείμενα των περιηγητών και τις αρχειακές μαρτυρίες. Πολλά από τα παλιότερα έθιμα πέρασαν σε δεύτερη μοίρα ή και ξεχάστηκαν. Παράδειγμα οι Απόκριες, μια από τις πιο θορυβώδεις περιόδους στον κύκλο του χρόνου. Από το 1669, χρονιά κατά την οποία έπεσε το τελευταίο χριστιανικό οχυρό της Κρήτης, ο Χάνδακας, ως τα τέλη του 19ου αιώνα, οι κάτοικοι των αστικών κέντρων δεν τολμούσαν να γιορτάσουν, να μεταμφιεστούν, όπως επέβαλλε το έθιμο και να εμφανιστούν μεταμφιεσμένοι στο δημόσιο χώρο. Παράλληλα εμφανίστηκαν καινούργιες τελετουργικές πρακτικές όπως, για παράδειγμα, η συνήθεια των Αφρικανών εποίκων (οικονομικών μεταναστών όπως θα λέγαμε σήμερα) να αποδίδουν λατρεία στο άγαλμα της Κρήνης Μπέμπο του Ηρακλείου, το οποίο έβαφαν μαύρο δημιουργώντας ένα θεϊκό πρότυπο κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους. Αλλά και οι μουσουλμανικές τελετουργίες παρουσίασαν αξιομνημόνευτη ιδιοτυπία. Οι μέχρι χτες χριστιανικοί πληθυσμοί προσάρμοσαν τις λατρευτικές πρακτικές, μετά τον εξισλαμισμό τους, στα παραδοσιακά εθιμικά πρότυπα. Στις τρεις μεγάλες πόλεις της Κρήτης διασώζονται ακόμα κοινές παραδόσεις για Τούρκους που έστελναν με ασκιά το λάδι στις εκκλησίες του Αγίου Μηνά (Ηράκλειο), της Τριμάρτυρης (Χανιά) και της Αγίας Βαρβάρας (Ρέθυμνο).
Στον αγροτικό χώρο δεν παρατηρήθηκαν τόσο απότομες αλλαγές. Οι συνθήκες παραγωγής αγαθών παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες για πολλούς αιώνες και οι αγροτικοί πληθυσμοί συνέχισαν να ζουν διατηρώντας, κατά κανόνα και συχνά με πολλές δυσκολίες, τους παλιούς χώρους λατρείας. Η έλλειψη σχολείων μέχρι το τελευταίο τρίτο ή τέταρτο του 19ου αιώνα μας βοηθά να κατανοήσομε σήμερα τις πολιτιστικές δομές που επικρατούσαν στις κοινότητες αυτές. Ο πολιτισμός τους ήταν κατ’ εξοχήν προφορικός και μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά μεταφέροντας τις βασικές εθιμολογικές παραμέτρους, δηλαδή το εθιμικό υπόστρωμα, από πολύ πιο μακρινές εποχές. Ο ρόλος της επίσημης Εκκλησίας, που είχε και την ευθύνη της εκπαίδευσης μέσω των χριστιανικών δημογεροντιών κατά τις τελευταίες δεκαετίες της οθωμανικής κυριαρχίας, ήταν καταλυτικός. Μετέφερε και μετέδιδε μιαν ενιαία θρησκευτική παιδεία, προσπαθώντας συχνά να εξοβελίσει όσα στοιχεία της λαϊκής πίστης θεωρούσε ξένα. Φορείς, όμως, αυτής της παιδείας ήταν οι παπάδες του αγροτικού χώρου, σάρκα εκ της σαρκός της κοινότητας, άρα και φορείς της ίδιας παράδοσης, της ίδιας δοξασιολογίας που θεωρητικά έπρεπε να καταπολεμήσουν. Ήταν και οι ίδιοι «βαπτισμένοι» στην ίδια κολυμπήθρα (των λαϊκών δοξασιών), γνώριζαν το Χριστιανισμό με το λαϊκό του ένδυμα, αποτελούσαν μέρος της ίδιας παράδοσης η οποία στηριζόταν στη λαϊκή ευλάβεια και στη λαϊκή πίστη. Αν πάμε λίγο πιο μακριά σε βάθος χρόνου, στα χρόνια της Ενετοκρατίας, θα δούμε τις επίσημες εκκλησιαστικές αρχές να νουθετούν συνεχώς τους ιερείς οι οποίοι όχι μόνο δεν ακολουθούσαν την ενιαία λόγια εκκλησιαστική παράδοση αλλά και μασκαρεύονταν ακόμη, όταν το απαιτούσε το έθιμο. Σήμερα μπορούμε να πούμε, σε γενικές γραμμές, πως η δομή της κοινωνικής ομάδας και το επίπεδο εκκλησιαστικής παιδείας των ιερωμένων βοήθησε τις λαϊκές τελετουργίες να διατηρηθούν προσαρμοζόμενες στην (αργή) κοινωνική και οικονομική κινητικότητα.

* Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη «Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη», Εκδόσεις ΚΑΡΜΑΝΩΡ, 2005