<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d13537987\x26blogName\x3d.::4o+MATI::.\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLACK\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://4mati.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3den_US\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://4mati.blogspot.com/\x26vt\x3d-3529551192642507431', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>
4ï ÌÁÔÉ

Πέντε ακαταμάχητα ελαφρυντικά για την καυχησιολογία των Κρητικών και το κλασικό βιβλίο αναφοράς


Μανόλης Ν. Καρέλλης
π. Δήμαρχος Ηρακλείου, π. Ευρωβουλευτής


Στις 9 Ιουλίου 1499 περατώθηκε στη Βενετία η εκτύπωση ενός από τα σημαντικότερα και ωραιότερα σε εμφάνιση βιβλία στην ιστορία της ελληνικής τυπογραφίας, του «Μεγάλου Ετυμολογικού», πολύτιμου λεξικογραφικού έργου της Βυζαντινής εποχής. Βέβαια, ελληνικά βιβλία, με την πρωτοβουλία Ιταλών ουμανιστών και τυπογράφων, είχαν αρχίσει να τυπώνονται από τις προηγούμενες δεκαετίες. Το ξεχωριστό στην περίπτωση του «Μεγάλου Ετυμολογικού» σε σχέση με τα προγενέστερα εκείνα ελληνικά βιβλία είναι ότι η πραγματοποίηση της έκδοσής του ήταν υπόθεση καθαρά ελληνική, ή για να είμαστε ακριβέστεροι, καθαρά κρητική. Ο χορηγός Νικόλαος Βλαστός, ο τυπογράφος Ζαχαρίας Καλλέργης και ο επιμελητής της έκδοσης Μάρκος Μουσούρος (συνεπικουρούμενος πιθανότατα από τον Ιωάννη Γρηγορόπουλο) ήταν όλοι τους Κρητικοί. Ο Μουσούρος, μάλιστα, στο αρχαιοελληνικό στιχούργημα που προτάσσει στην έκδοση, με τη γνώριμη υπερηφάνεια της καταγωγής και κάποιας ίσως δόσης, γνώριμης επίσης, καυχησιολογίας, μας αποκαλύπτει ότι η κρητική συμμετοχή ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Κρητικός, μας λέει, ήταν ακόμη και αυτός που σχεδίασε και χάραξε τα τυπογραφικά στοιχεία του βιβλίου, Κρητικός αυτός που τα έχυσε στο μολύβι, Κρητικός αυτός που τα στοιχειοθέτησε και, τέλος, Κρητικός αυτός που ανέλαβε τις τυπογραφικές διορθώσεις.
«Αλλά τι θαυμαίνω Κρητών φρένας; Ους ποτ’ εφατμαίς πατρός, Αθηναίη δαίδαλα πολλά δάεν. Κρης γαρ ο τορνεύσας, τα δε χαλκία Κρης ο συνείρας. Κρης ο καθ’ εν στίξας. Κρης ο μολυβδοχύτης. Κρης δαπανά νίκης ο φερώνυμος. Αυτός ο κλείων Κρης τάδε. Κρησίν ο Κρης ήπιος αιγίοχος».
Αυτά μας μεταφέρει ένας από τους πιο σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους της Κρήτης, των νεότερων χρόνων, ο Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, για τον οποίο έχει μείνει σε όσους τον γνώρισαν προσωπικά, ή μέσω του σπουδαίου ερευνητικού και συγγραφικού έργου του, μια αίσθηση γλυκιάς νοσταλγίας. Και αυτά μας έρχονται συχνά στο νου όταν αναφερόμαστε στην ιδιαίτερη πατρίδα μας, την Κρήτη.
Ιδιαίτερα μας βασανίζει, τρόπος του λέγειν, το ερώτημα για το οποίο τοποθετείται ήδη με έναν υπαινιγμό ο αξέχαστος φίλος Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης: Μήπως είμαστε, μιλώντας για την Κρήτη και τους Κρητικούς, «καυχησιολόγοι»; Μήπως το παρακάνουμε στην εκδήλωση της αγάπης μας για το νησί μας, μιας αγάπης που φτάνει ή και ξεπερνά, ακόμα, πολλές φορές τα όρια της άκριτης λατρείας;
Την ίδια ώρα, όμως, που μας μπαίνουν στο μυαλό τέτοιες «βέβηλες» σκέψεις και μας δημιουργούνται τέτοιοι προβληματισμοί, είμαστε πρόθυμοι να βρούμε ελαφρυντικά, σαν έτοιμοι, λες, «από καιρό».
Η ίδια αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα των, για τον τόπο των, παρουσιάζεται και σ’ άλλες γωνιές του μικρού πλανήτη μας. Κυρίως από τη λογοτεχνία αποκτούμε μια γνώση αυτής της αγάπης, ενδεικτικά έστω, αλλά αυθεντικά. Αγαπά, λόγου χάρη, μέχρι υπερβολής, ο Σικελός τη Σικελία, ο Σαρδηνός τη Σαρδηνία, ο Κορσικανός την Κορσική, ο Κύπριος την Κύπρο, ο Ιρλανδός το Δουβλίνο, ο Μοσχοβίτης τη Μόσχα, ο Πολωνός τη Βαρσοβία, ο Ουγγαρέζος τη Βουδαπέστη, ο Ιρακινός τη Βαγδάτη.
«Αμάρτημα», όμως, που μοιράζονται τόσο πολλοί τη διάπραξή του, παύει να είναι αμάρτημα ή, έστω, μετριάζεται κατά πολύ η βαρύτητά του, παύει ίσως ο καταλογισμός του.
Το άλλο ελαφρυντικό για την «καθ’ υπερβολήν» αγάπη για τον τόπο μας, την Κρήτη, και για τις μεγάλες δόσεις καυχησιολογίας που εμπεριέχει η έκφρασή της έχει σχέση με τη διαπίστωση ότι αξίζει ο τόπος μας, αξίζει η Κρήτη μας, αυτή την ξεχωριστή αγάπη και ότι αυτή καθ’ εαυτή η διαπίστωση δεν εντάσσεται στις περιοχές της καυχησιολογίας.
Και την αξίζει για πολλούς λόγους:
Είναι, πρώτον, το μέγεθός της, ούτε τόσο μεγάλο που να χάνεσαι, ούτε τόσο μικρό, που να κορεσθείς στη διάρκεια μιας μέσης ανθρώπινης ζωής. Έτσι, φτάνοντας σε μια ώριμη ηλικία και έχοντας στο μεταξύ ταξιδέψει πάνω από το μέσο όρο στην Κρητική «Επικράτεια», διαπιστώνεις με κάποια έκπληξη ότι βρίσκονται ακόμη μέρη που δεν τα έχεις γνωρίσει αν και θα έπρεπε, ενώ υπάρχουν και πάμπολλα που η πρώτη επίσκεψη σου δημιουργεί την επιθυμία για την ανανέωση της γνωριμίας.
Είναι, δεύτερον, η ποικιλία του κρητικού τοπίου, αυτό το δραματικό «πέρασμα από την απόλυτη γαλήνη και ημερότητα στην υπέρμετρη αγριάδα, από την καρπερή θηλυκότητα στην τραχειά αρρενωπότητα», που δεν αφήνει σε καμιά περίπτωση αδιάφορο τον ταξιδευτή, δεν του επιτρέπει να πλήξει ή να αδιαφορήσει.
Γι’ αυτό το κρητικό τοπίο γράφουν δυο μη Κρητικοί, η αρχαιολόγος από το Τέξας, κόρη γεωλόγου, Jennifer Moody και ο Άγγλος βοτανολόγος, γιος τραπεζικού υπαλλήλου, Oliver Rackham, συσυγγραφείς του έξοχου βιβλίου «η δημιουργία του Κρητικού τοπίου», (the making at the Cretan landscape), που εκδόθηκε πρόσφατα από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης:
«…όταν εργαστήκαμε για πρώτη φορά μαζί στην Κρήτη, το 1981, ο καθένας μας γνώριζε ήδη την Κρήτη για πολλά χρόνια. Βλέπαμε την Κρήτη ως το πιο όμορφο νησί του κόσμου: μια ήπειρο σε μικρογραφία, με δικές της οροσειρές σαν τις Άλπεις, δικές της ερήμους και ζούγκλες, τις αρκτικές και τροπικές της περιοχές, τοπία που θύμιζαν την Ουαλία, το Μαρόκο και την Κίνα, όλα στριμωγμένα σε μια περιοχή ελάχιστα μεγαλύτερη από το Λονγκ Άιλαντ, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης ή από το Ντέβον με την Κορνουάλη, στην Αγγλία…»
Και είναι η γνώμη των δυο μη Κρητικών που στηρίζει τη δική μας, που την ενισχύει, που τη νομιμοποιεί με κάποιο τρόπο.
Είναι, τρίτον, ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε και που βρήκε την έκφρασή του στην Κρήτη. Εδώ εντοπίσθηκε και ήκμασε ο Μινωικός πολιτισμός, ένας από τους πιο παλιούς και τους πιο χαριτωμένους – ο πρώτος ευρωπαϊκός και ο πιο χαριτωμένος ασφαλώς – του κόσμου, αυτός που μας έδωσε τις σημαντικότερες ανασκαφές των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα και το πιο «κομψό» μουσείο του κόσμου, το αρχαιολογικό του Ηρακλείου, βέβαια. Εδώ, στην Κρήτη, ήκμασε η διάσημη Κρητική Σχολή της ζωγραφικής, από εδώ ξεκίνησε ο μεγαλοφυής αιρετικός Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, εδώ εμπνεύστηκαν και έγραψαν τα αριστουργήματά τους ο Βιτσέντζος Κορνάρος και ο Γεώργιος Χορτάτσης.
Είναι, τέταρτον, οι αγώνες αυτού του τόπου για την ελευθερία του και για την εθνική του έκφραση.
Τους συναντούμε αυτούς τους αγώνες σε όλες τις περιόδους της ιστορικής του διαδρομής, ιδιαίτερα όμως στο δέκατο ένατο αιώνα, που παραμένει μοναδικός σε παγκόσμιο επίπεδο. Και τους βρίσκουμε ξανά στα μέσα του αιώνα που μόλις αποχαιρετίσαμε στη θρυλική μάχη της Κρήτης, που άρχισε το Μάη του 1941 και συνεχίσθηκε σ’ όλη τη διάρκεια της ξένης κατοχής ως το τέλος του 1944.
Και είναι, πέμπτον, η ίδια η ιστορία αυτού του τόπου, της Κρήτης, η γοητευτική σαν παραμύθι όπως λέει ο Στέφανος Ξανθουδίδης, που εισχωρεί βαθιά στους αιώνες και είναι μοναδική σε έκταση, σε εναλλαγή, σε δραματικότητα, σε «ποικιλία». Για την ιστορία αυτή θα μου επιτραπεί μια μικρή αλλά χρήσιμη, όπως τη θεωρώ, παρένθεση: για το πως καταγράφηκε σε μια μνημειώδη έκδοση.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980 ήταν όταν αυτός που χαράσσει αυτές τις γραμμές διαπίστωσε –και δεν ήταν ο μόνος – ότι έλειπε το «εκτεταμένο και συνθετικό έργο για την ιστορία της Κρήτης».
Εισηγήθηκε, λοιπόν με την ιδιότητα του Δημάρχου Ηρακλείου που είχε τότε αλλά και με την απερίγραπτη και διαχρονική του ενεργού πολίτη, προς τον σύνδεσμο των τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων της Κρήτης, την ανάληψη της μεγάλης ευθύνης για την έκδοση του έργου «Κρήτη: ιστορία και πολιτισμός». Η ολομέλεια του συνδέσμου των Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων της Κρήτης έδωσε πρόθυμα την ομόφωνη έγκρισή της και έτσι ανατέθηκε στον αείμνηστο Νικόλαο Μ. Παναγιωτάκη ο γενικός συντονισμός για την συγγραφή του έργου και στη Βικελαία Δημοτική βιβλιοθήκη Ηρακλείου η ευθύνη για την επιμέλειά του. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν άκρως εντυπωσιακή.
Ο Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης ενεργώντας από τη θέση του γενικού συντονιστή κάλεσε τους κορυφαίους ειδικούς και διακεκριμένους επιστήμονες για τη συγγραφή των επιμέρους κεφαλαίων του δίτομου έργου, μια και κρίθηκε ότι ένα τόσο εκτεταμένο και σύνθετο έργο δεν μπορούσε να γραφεί από ένα συγγραφέα, όσο ικανός και «πανεπιστήμων» να ήταν αυτός.
Επιστρατεύθηκαν έτσι και τέθηκαν κάτω από τη «μπαγκέτα» του αείμνηστου Νικόλαου Μ. Παναγιωτάκη ο κ. Γιάννης και η Έφη Σακελλαράκη που έγραψαν το κεφάλαιο Νεολιθική και Μινωική Κρήτη, η κ Αγγελική Λεμπέση που έγραψε για την Κρητών Πολιτεία, ο κ. Άγγελος Χανιώτης που έγραψε το κεφάλαιο για την κλασική και ελληνιστική Κρήτη, ο κ. Δημήτρης Τσουγκαράκης που έγραψε το κεφάλαιο για τη Ρωμαϊκή Κρήτη και για τη Βυζαντινή Κρήτη, ο κ. Μανόλης Μπορμπουδάκης που έγραψε τα κεφάλαια Βυζαντινή τέχνη ως την πρώιμη Βενετοκρατία και την τέχνη μετά τη Βενετοκρατία, η Χρύσα Α. Μαλτέζου που έγραψε το κεφάλαιο για την Κρήτη στη διάρκεια της περιόδου της Βενετοκρατίας, ο ίδιος ο αείμνηστος Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, που ανέλαβε τα κεφάλαια της παιδείας κατά τη Βενετοκρατία και της μουσικής κατά τη Βενετοκρατία, ο κ. Στυλιανός Αλεξίου που έγραψε το κεφάλαιο της κρητικής λογοτεχνίας την εποχή της Βενετοκρατίας, ο επίσης αείμνηστος Γεώργιος Αμαργιανάκης που έγραψε το κεφάλαιο για την κρητική βυζαντινή και την παραδοσιακή μουσική, ο κ. Θεοχάρης Δετοράκης που έγραψε για την τουρκοκρατία στην Κρήτη και για την εκκλησία της Κρήτης, κατά την τουρκοκρατία, ο κ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος που έγραψε το κεφάλαιο για την περίοδο της αυτονομίας, η κ. Λιλή Μακράκη που έγραψε το κεφάλαιο Ελευθέριος Βενιζέλος: η διάπλαση ενός εθνικού ηγέτη, ο κ. Χάγκεν Φλάισερ που έγραψε το κεφάλαιο «η μάχη της Κρήτης: σκέψεις για μια νέα προσέγγιση, ο κ. Γιώργος Αικατερινίδης που έγραψε το κεφάλαιο για το λαϊκό πολιτισμό και ο κ. Νικόλαος Γ. Κοντοσόπουλος που έγραψε για την γλώσσα και για την κρητική διάλεκτο.
Παρακολουθώντας από κοντά τη διαδικασία της συγγραφής του έργου θα πρέπει να κάνω ειδική αναφορά στη δεξιοτεχνία με την οποία ο αείμνηστος Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης διεύθυνε «την ορχήστρα των σολίστ» που του είχε ανατεθεί, στη σιγουριά με την οποία προωθούσε τις εργασίες της συγγραφής του συλλογικού έργου αποφεύγοντας τα κενά αλλά και τις επικαλύψεις, και κρατώντας τις επιθυμητές ισορροπίες.
Θα πρέπει επίσης, να αναφερθώ στον σημαντικό ρόλο που έπαιξε για την ολοκλήρωση του έργου ένας «αφανής», όπως το θέλησε ο ίδιος, «ήρωας» της έκδοσης, ο αείμνηστος έφορος της Βικελαίας Δημοτικής βιβλιοθήκης Ηρακλείου Νίκος Γιανναδάκης.
Γράφει για το Νίκο Γιανναδάκη ο Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης στον πρόλογο του έργου: «Κρήτη, ιστορία και πολιτισμός» αποδίδοντας δικαιοσύνη:
«…Ο Νίκος Γιανναδάκης, βασικός συντελεστής της μικρής πνευματικής άνοιξης που διαπιστώνεται τα τελευταία χρόνια στην Κρήτη… Αυτός επωμίσθηκε το βάρος της αλληλογραφίας με τους συνεργάτες του έργου, αυτός επιμελήθηκε τυπογραφικά την έκδοση των τόμων και οργάνωσε την εικονογράφηση τους, αυτός τέλος, ήταν ο αποδέκτης της αδημονίας των συνδρομητών και των ανυπόμονων εν γένει. Η συμβολή του υπήρξε με δυο λόγια, καθ’ όλα ουσιαστική. Το ότι το όνομά του δεν ανεγράφη στην προμετωπίδα του έργου… οφείλεται σε δική του, ευεξήγητη για αυτούς που τον γνωρίζουν, άρνηση…»
Το αποτέλεσμα αυτής της σπουδαίας προσπάθειας ήταν πράγματι εντυπωσιακό: Το έργο κρίθηκε ομόφωνα από το σύνολο των κριτικών «κλασικό». Η Κρήτη αποκτούσε την ιστορία που τις ταίριαζε και της άξιζε, ενώ η τοπική αυτοδιοίκηση έδειχνε τις δυνατότητες που είχε όταν προχωρούσε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα και όσοι επιθυμούν να μελετήσουν την ιστορία του τόπου μας απόκτησαν το βιβλίο εκείνο, από το οποίο θα πρέπει να ξεκινήσουν την ενασχόλησή τους με το θέμα.
Με τόσα ελαφρυντικά, λοιπόν, σε πέντε τα ανέβασε, νομίζω, η αρίθμηση, για την «καυχησιολογία» μας για τον σπουδαίο τόπο μας και για τη μοναδικότητά του, εξηγείται αυτή ή και δικαιολογείται ακόμα, αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της ή ο καταλογισμός για την τέλεσή της, ενώ «ο εισαγγελέας της έδρας» είναι υποχρεωμένος περίπου να ζητήσει τουλάχιστον τη μη επιβολή ποινής. Ή και να πλέξει, ακόμα, το εγκώμιο των κατηγορουμένων, ζητώντας τους συγγνώμη για την ταλαιπωρία μιας άδικης εμπλοκής των σε μια δικαστική περιπέτεια!».