<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d13537987\x26blogName\x3d.::4o+MATI::.\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLACK\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://4mati.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3den_US\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://4mati.blogspot.com/\x26vt\x3d-3529551192642507431', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>
4ï ÌÁÔÉ

Οι ποιητές του Χάνδακα (14ος – 18ος αι.)

Τασούλα Μαρκομιχελάκη-Μίντζα
Φιλόλογος, δ.φ.


Υπάρχουν τουλάχιστον 24 γνωστοί από την έρευνα ποιητές, Κρητικοί, Βενετοκρητικοί ή Ιταλοί, που γεννήθηκαν ή έζησαν ένα μέρος της ζωής τους στον Χάνδακα κατά τη διάρκεια της βενετοκρατίας και τις πρώτες δεκαετίες της τουρκικής κατάκτησης της περίφημης πρωτεύουσας του Βασιλείου της Κρήτης, αλλιώς γνωστής και ως «Κάστρο». Οι περισσότεροι ήταν μέλη της καλλιεργημένης ελίτ των ανώτερων κοινωνικών τάξεων των κρητικών πόλεων. Παρακολουθούσαν την πνευματική κίνηση της μεσαιωνικής ή αναγεννησιακής Ιταλίας και ανταποκρίθηκαν σ’ αυτήν δημιουργώντας οι ίδιοι στην κρητική διάλεκτο σατιρικά, θρησκευτικά, αφηγηματικά ή θεατρικά ποιητικά έργα, που σήμερα αποτελούν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο της Νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εκτός απ’ αυτούς όμως, στην παρουσίαση που ακολουθεί περιλαμβάνονται και ποιητές που έζησαν στον Χάνδακα αλλά έγραψαν τα έργα τους στα ιταλικά, καθώς και ποιητές που έζησαν στην πόλη τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της στους Τούρκους, γιατί έτσι η εικόνα της ποιητικής παραγωγής της κρητικής πρωτεύουσας είναι πιο ολοκληρωμένη και οι συμπολίτες μας μπορούν να γνωρίσουν πρόσωπα που σπάνια ή ποτέ δεν γίνεται λόγος γι’ αυτά στις ιστορίες της λογοτεχνίας.

14ος αιώνας
«Πατέρας» της Κρητικής λογοτεχνίας θεωρείται ο Στέφανος Σαχλίκης (περ. 1330 – μετά το 1391), ο πρώτος από τους Κρητικούς ποιητές που μας έχουν σωθεί έργα τους. Γεννήθηκε από εύπορη οικογένεια γαιοκτημόνων στον Χάνδακα και έζησε ένα βίο πολυτάραχο (έχασε την περιουσία του, είχε σχέσεις με κοινές γυναίκες, έπαιζε τυχερά παιχνίδια, φυλακίστηκε και τέλος διορίστηκε ως δικηγόρος στο Κάστρο), βίο που ενέπνευσε το μεγαλύτερο μέρος των σατιρικών ποιημάτων του, τα οποία φαίνεται ότι είχαν γνωρίσει μεγάλη προφορική διάδοση στα χρόνια τους. Τα έργα του Σαχλίκη συντέθηκαν σε δεκαπεντασύλλαβο και σ’ αυτά χρησιμοποιείται –ίσως για πρώτη φορά στη νεότερη ελληνική ποίηση– η ομοιοκαταληξία.


15ος αιώνας
Συνομήλικος του Σαχλίκη, ο Λεονάρδος Ντελλαπόρτας (περ. 1330 – μετά το 1411), από εύπορη οικογένεια εμπόρων του Χάνδακα, έζησε πολλά χρόνια μακριά από τη γενέτειρά του ως απεσταλμένος της Βενετίας σε χώρες του εξωτερικού, όπως μαθαίνουμε (μαζί με άλλες λεπτομέρειες για τη ζωή του) από την έμμετρη αυτοβιογραφία του. Με τα έργα του, που τοποθετούνται στις αρχές του 15ου αι. (1403-1411) και έχουν έντονα διδακτικό και θρησκευτικό περιεχόμενο, ο Ντελλαπόρτας επιστρέφει στην ανομοιοκατάληκτη ποίηση χωρίς να διακρίνεται από την ανανεωτική πνοή του Σαχλίκη.
Τα χρόνια που πεθαίνει ο Σαχλίκης, γεννιέται στην πόλη ο τρίτος γνωστός μας Κρητικός ποιητής, ο Βενετοκρητικός φεουδάρχης Μαρίνος Φαλιέρος, ποιητής ερωτικών και διδακτικών ποιημάτων, ορισμένα από τα οποία είχαν θεατρική-διαλογική μορφή. Ο Φαλιέρος δεν ήταν άνθρωπος λόγιας μόρφωσης. Γνώριζε τα δημώδη λογοτεχνικά ρεύματα της Δύσης και κείμενα της δημώδους ελληνικής λογοτεχνίας άλλα όχι της λόγιας βυζαντινής, και τα έργα του υπήρξαν νεανικά δημιουργήματα. Με το θάνατό του (1474) συμπληρώθηκε ένας αιώνας λογοτεχνικής παραγωγής στον Χάνδακα.
Όταν πεθαίνει ο Φαλιέρος, έχουν περάσει 20 χρόνια που η Κωνσταντινούπολη έχει πέσει στους Τούρκους, και ο Χάνδακας ανθεί ως διαμετακομιστικός σταθμός του βενετικού εμπορίου και ως κέντρο βιοτεχνικής δραστηριότητας. Τα χρόνια αυτά (τέλη του 15ου αι.) γνωρίζουμε 3 κατοίκους της πόλης (αστούς ή φεουδάρχες) που παράλληλα με το κύριο επάγγελμά τους, ασχολούνται και με την ποίηση: είναι ο συμβολαιογράφος (ή ίσως χρυσοχόος) Γεώργιος Χούμνος, που διασκεύασε σε στίχο λαϊκές παραδόσεις από την Παλαιά Διαθήκη, δίδοντάς μας την «Κοσμογέννηση», ένα από τα τελευταία δείγματα θρησκευτικής μεσαιωνικής ποίησης? ο καθολικός Ανδρέας Σκλέντζας, ιερέας στον καθεδρικό του Αγίου Τίτου, ποιητής μιας «Ρίμας περί του θανάτου» καθώς και ύμνων για αγίους της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας? και τέλος ο Μοσχολέος Θεολογίτης, φεουδάρχης με ποιητικά ενδιαφέροντα, που συνέθεσε σε στίχους τον «Βίο του αγίου και μεγάλου Νικολάου». Όμως αυτή την εποχή ο Χάνδακας δεν γεννά μόνο ποιητές, αλλά αποτελεί και ο ίδιος αντικείμενο ποιητικής έμπνευσης: Ο Βενετός πλοίαρχος και χαρτογράφος Bartolomeo dallli Sonetti κάνει μιαν αρκούντως τιμητική αναφορά στην πρωτεύουσα της Κρήτης στις 2 τελευταίες στροφές ενός από τα οκτώ σονέτα που έγραψε για το νησί.


16ος αιώνας
Ο 16ος αι. ξεκίνησε άσκημα για τον Χάνδακα, εξαιτίας του καταστρεπτικού σεισμού του 1508, που συντάραξε την πόλη και περιγράφεται από έναν κάτοικό της, τον Μανόλη Σκλάβο, στο σύντομο ποίημα «Η Συμφορά της Κρήτης» (284 στίχοι). Με τον Σκλάβο, άνθρωπο ευρείας μόρφωσης, ενδεχομένως Ουνίτη, κλείνει ο κύκλος των ποιητών του Χάνδακα που ανήκουν στην πρώιμη φάση της Κρητικής λογοτεχνίας. Θα μεσολαβήσει ένα δυσερμήνευτο κενό 60 περίπου χρόνων, μέχρι να έχουμε ξανά πληροφορίες για κάποιον ποιητή από τον Χάνδακα. Πρόκειται για τον γιατρό Ιωάννη Κασσιμάτη, γόνο πλούσιας εμπορικής οικογένειας, που γεννήθηκε στην πόλη το 1527 και έζησε ως φοιτητής στη Φερράρα. Εκεί γνώρισε από κοντά τις εξελίξεις στο ιταλικό θέατρο, πολύ έντονες την εποχή εκείνη, και επέστρεψε στον Χάνδακα φορτωμένος με πλούσιες θεατρικές, μουσικές και φιλολογικές εμπειρίες, που είχαν ως καρπό τους μία τραγωδία γραμμένη στα ιταλικά, την οποία όμως η έρευνα δεν έχει καταφέρει να εντοπίσει. Ωστόσο, εκτός από την κρητική διάλεκτο και την ιταλική γλώσσα, οι ποιητές του Χάνδακα χρησιμοποίησαν και τη λόγια ελληνική σε έργα τους, όπως συνέβη με τον δικηγόρο Θωμά Τριβιζάνο (γόνο εύπορης οικογένειας καθολικών ευγενών του Χάνδακα, γεννημένο γύρω στο 1520), που μετέφρασε έργα του Οβιδίου και συνέθεσε πρωτότυπα επιγράμματα, όλα στα αρχαία ελληνικά.
Γόνος της πόλης ήταν ενδεχομένως και ο Francesco Bozza (που γεννήθηκε περίπου το 1553), για τον οποίο γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα. Τον περιλαμβάνουμε στους ποιητές του Χάνδακα, επειδή μας έχει σωθεί μία έμμετρη τραγωδία του στα ιταλικά, η «Fedra», την οποία δημοσίευσε όσο ήταν ακόμη νεαρός φοιτητής νομικής στην Πάδοβα.
Ο αμέσως επόμενος από τον Bozza ποιητής της Κρητικής λογοτεχνίας που μας είναι γνωστός είναι ο περίφημος Γεώργιος Χορτάτσης. Μας είναι γνωστός από τα εξαιρετικά θεατρικά του έργα που μας σώζονται, όμως για τη ζωή του είμαστε σχεδόν στο σκοτάδι, και μόνον εικασίες μπορούμε να διατυπώσουμε. Οι ερευνητές συμφωνούν ότι ήταν Ρεθυμνιώτης στην καταγωγή, αλλά βρίσκει μια θέση ανάμεσα στους ποιητές του Χάνδακα, επειδή στην πόλη αυτή πρέπει να πέρασε ένα μέρος της ζωής του, αν κρίνουμε από το ότι εκεί τοποθετεί τη δράση της κωμωδίας του «Κατσούρμπος». Εκτός από την κωμωδία αυτή, ο Χορτάτσης έγραψε την τραγωδία «Ερωφίλη», το ποιμενικό δράμα «Πανώρια» και ίσως κάποια από τα ιντερμέδια που συνοδεύουν τα έργα του στη χειρόγραφη ή την έντυπη μορφή με την οποία μας σώθηκαν. Τα έργα του αυτά, εξαιρετικής ποιότητας θεατρικές και ποιητικές δημιουργίες που τοποθετούνται στην τελευταία δεκαετία του 16ου αι., μας δίνουν μιαν εικόνα της μόρφωσής του, που χαρακτηρίζεται από γνώση της ιταλικής και λατινικής γλώσσας και πολύ καλή γνώση του ιταλικού αναγεννησιακού θεάτρου.


17ος αιώνας
Στη διάρκεια της βενετοκρατίας στην Κρήτη, πέρασαν από τον Χάνδακα πλήθος Βενετών ή άλλων Ιταλών αξιωματούχων και ελεύθερων επαγγελματιών, που παρέμειναν στην πόλη για όσο διάστημα απαιτούσε η επαγγελματική τους δραστηριότητα. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν και λογοτεχνικά ενδιαφέροντα, τα οποία μπόρεσαν να εκφράσουν στο πλαίσιο των φιλολογικών Ακαδημιών που είχαν ιδρυθεί στις κρητικές πόλεις, κατά το πρότυπο των ανάλογων ιταλικών Ακαδημιών, με σκοπό την καλλιέργεια των γραμμάτων και την ενίσχυση και διάδοση της δραματικής τέχνης. Στον Χάνδακα δραστηριοποιήθηκε στα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα η Ακαδημία των Stravaganti, μέλη της οποίας υπήρξαν μεταξύ άλλων 4 Ιταλοί λόγιοι που διακρίθηκαν στη συγγραφή θεατρικών και ποιητικών έργων, γραμμένων στα ιταλικά, τα λατινικά ή τα αρχαία ελληνικά: πρόκειται για τους Giambattista Basile, Nicol? Crasso, Giovanni dall’Aquila και Guido Casoni. Ωστόσο ξεχωριστό ενδιαφέρον ανάμεσα στα μέλη της Ακαδημίας του Χάνδακα παρουσιάζει ο ιδρυτής και πρόεδρός της Ανδρέας Κορνάρος, συνθέτης εκατοντάδων ποιημάτων στα ιταλικά, που έχει χαρακτηριστεί ως ο διαπρεπέστερος από τους λογίους της πόλης την εποχή αυτή, και σύμφωνα με πολλούς μελετητές είναι ο αδελφός του ποιητή του «Ερωτοκρίτου» Βιτσέντζου Κορνάρου. Ο Βιτσέντζος Κορνάρος που υπογράφει ως ποιητής του κορυφαίου αυτού δείγματος της ελληνικής μεσαιωνικής μυθιστορίας, μας δηλώνει ο ίδιος στο τέλος του έργου του ότι είχε γεννηθεί στη Σητεία, όπου και μεγάλωσε. Ωστόσο, διευκρινίζει ότι παντρεύτηκε στο Κάστρο, δηλαδή στον Χάνδακα, κι έτσι εικάζουμε ότι θα έζησε στην πόλη αυτή. Αν πράγματι πρόκειται για τον αδελφό τού Ανδρέα, και γιο τού βενετοκρητικού ευγενή Ιάκωβου Κορνάρου από τη Σητεία, τότε ο Βιτσέντζος αυτός πέθανε στο Κάστρο, στα 1613 ή ’14, και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου μέσα στην πόλη.
Τη δεκαετία του 1610, που πεθαίνουν τα αδέλφια Ανδρέας και Βιτσέντζος Κορνάρος, ανδρώνεται στον Χάνδακα και παντρεύεται ένα ακόμη μέλος της βενετοκρητικής φεουδαρχικής αριστοκρατίας, ο Μαρκαντώνιος Φόσκολος, που τέσσερις δεκαετίες αργότερα έγραψε την τελευταία γνωστή κωμωδία του Κρητικού θεάτρου, τον έμμετρο πεντάπρακτο «Φορτουνάτο» (1655), ένα δημιούργημα της όψιμης Αναγέννησης. Η οικογένειά του, που είχε το φέουδό της στο Καινούργιο Χωριό Πεδιάδος, διατηρούσε το καθολικό δόγμα, αλλά είχε τελείως εξελληνισθεί. Στο Καινούργιο Χωριό είχε κτήματα και η οικογένεια του Αντώνιου Πάντιμου, που είναι ο δεύτερους από τους θεατρικούς συγγραφείς που γνωρίζουμε ότι έζησαν στον Χάνδακα τον 17ο αιώνα. Ο Πάντιμος έγραψε ένα ποιμενικό δράμα στα ιταλικά, την «Ερωτική Πίστη», όταν ήταν ακόμη νεαρός φοιτητής στην Πάδοβα (1619-20).
Ο 17ος αιώνας ήταν ο τελευταίος αιώνας της βενετοκρατίας στην Κρήτη. Και όταν πέθανε ο Πάντιμος, το 1646-7, οι Τούρκοι είχαν ήδη αποβιβαστεί στο νησί και είχαν καταλάβει τα Χανιά και το Ρέθυμνο. Το 1648, άρχισε η συστηματική οργάνωση της πολιορκίας του Χάνδακα, μιας πολιορκίας που κράτησε 21 χρόνια και στο τέλος της είχε πια εξελιχθεί σε υπόθεση πανευρωπαϊκή, αφού το πολιορκούμενο Κάστρο έγινε το σύμβολο της άμυνας της χριστιανικής Ευρώπης απέναντι στην επέκταση των Οθωμανών. Κι αν ο Πάντιμος δεν πρόλαβε να ζήσει τη δραματική αυτή εξέλιξη, ο συνομήλικός του Φόσκολος τη βίωσε σε όλη την έντασή της, έγκλειστος τα τελευταία χρόνια της ζωής του μέσα στην πόλη (πέθανε το 1662), έχοντας χάσει όλη την περιουσία του στην ύπαιθρο, που είχε πέσει νωρίτερα στα χέρια του καινούργιου κατακτητή.
Τα τελευταία χρόνια της πολιορκίας, πιθανόν το 1661, κάποιος «Ιωάννης ο εκ Χάνδακος της Κρήτης» δίνει με τον δικό του τρόπο τη μάχη εναντίον των Τούρκων: συνθέτει ένα έμμετρο μηνολόγιο με το οποίο απευθύνει την προσευχή του προς τους αγίους ολόκληρου του έτους να σώσουν την Κρήτη από τους απίστους.


Μετά το 1669
Το 1646, χρονιά που οι Τούρκοι κατέλαβαν το Ρέθυμνο, ανάμεσα στους πρόσφυγες που πέρασαν από τον Χάνδακα στο δρόμο για μια καινούργια πατρίδα βρισκόταν και ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής, συγγραφέας μια εκτενούς έμμετρης χρονογραφίας γνωστής ως «Κρητικός Πόλεμος». Μέσα στο έργο, το Κάστρο, ο Χάνδακας, μιλά προσωποποιημένο και θρηνεί για τη συμφορά που το βρήκε, ενώ και ο ίδιος ο ποιητής στο τέλος απευθύνεται στην πόλη με μιαν υμνητική αποστροφή. Μάλιστα στο τέλος του έργου, προσθέτει το κεφάλαιο «Φιλονεικία Χάνδακος και Ρεθέμνου», όπου οι δύο πόλεις, προσωποποιημένες και πάλι, ερίζουν για το ποια είναι ανώτερη.
Την άλωση του νησιού και την καταστροφή του 1669 είχε ως θέμα και ο έμμετρος «Θρήνος της Κρήτης» του πατριάρχη Αλεξανδρείας (1688-1710) Ιερεμία Β΄ του Παλλαδά, ο οποίος καταγόταν από τους Σκιλλούς Πεδιάδος του διαμερίσματος του Χάνδακα. Το ποίημα αυτό έχει λόγια επίδραση, είναι γραμμένο σε σπάνιο μέτρο, έτσι που να ψάλλεται σε εκκλησιαστική μελωδία, και αποτελείται από 42 στροφές. Ο Παλλαδάς έφυγε από την Κρήτη μετά την πτώση του Χάνδακα, έγινε μητροπολίτης Καστοριάς και κατόπιν Αδριανουπόλεως, πριν ανεβεί στον πατριαρχικό θρόνο. Πέθανε στο Άγιον Όρον το 1710.


18ος αιώνας
Το 1736, ο ιερέας Παύλος Κλάδος από τις Αρχάνες (γενν. 1682) ολοκληρώνει ένα στιχούργημα 902 στίχων με θέμα την «Ιστορίαν διά την εκκλησίαν του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Μηνά του τροπαιοφόρου και θαυματουργού», ένα χρονικό των εκκλησιαστικών πραγμάτων στο Μεγάλο Κάστρο κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά την τουρκική κατάκτηση της πόλης. Ωστόσο ο ίδιος κληρικός, εκτός από το προηγούμενο, είχε συνθέσει 2 ακόμη θρησκευτικά ποιήματα αλλά και δύο στιχουργήματα εντελώς διαφορετικού ύφους, σατιρικά, το «Περί γυναικών» και το «Πτωχοί νυμφευόμενοι».
Με τα 4 αυτά τελευταία έργα του Κλάδου, που η θεματολογία και το ύφος τους μας θυμίζουν έντονα πολλά έργα των πρώτων ποιητών που εξετάσαμε σ’ αυτήν τη σύντομη επισκόπηση, κλείνουν 4 αιώνων ποιητικής δημιουργίας στη μεγαλύτερη πόλη της Κρήτης? δημιουργίας που προήλθε είτε από ονόματα διάσημα πια στην ιστορία των γραμμάτων μας (όπως ο Χορτάτσης και ο Κορνάρος) είτε από έναν «κύκλο χαμένων ποιητών», ποιητών ελάχιστα γνωστών σήμερα, που ελπίζουμε με την παρούσα επισκόπηση να ξαναβρίσκουν μια θέση στην πολιτιστική ιστορία της πόλη μας.

* Τα στοιχεία που περιέχονται στο κείμενο αυτό αντλούνται από εκτενέστερη μελέτη μου με τον ίδιο τίτλο που δημοσιεύεται στον τόμο “Το Ηράκλειο και η περιοχή του. Διαδρομή στο χρόνο”, συνέκδοση του Κέντρου Κρητικής Λογοτεχνίας και της Γενικής Γραμματείας Ολυμπιακών Αγώνων, με επιμέλεια του Νίκου Μ. Γιγουρτάκη (Ηράκλειο 2004), σελ. 269-311, όπου υπάρχει και η σχετική βιβλιογραφική τεκμηρίωση.