<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d13537987\x26blogName\x3d.::4o+MATI::.\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLACK\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://4mati.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3den_US\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://4mati.blogspot.com/\x26vt\x3d-3529551192642507431', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>
4ï ÌÁÔÉ

Αμερικάνικη Φούγκα

(Απόσπασμα από ανέκδοτο μυθιστόρημα)

Αλέξης Σταμάτης
Συγγραφέας


«…Είχε αποφασίσει να βγει, αλλά ένιωθε πολύ εξαντλημένος. Ξάπλωσε με τα ρούχα στο κρεβάτι. Κάποια στιγμή τον πήρε ο ύπνος, αλλά όχι για πολύ, γιατί σε κανένα δεκάλεπτο τινάχτηκε από ένα επαναληπτικό χτύπημα. Σηκώθηκε, πλησίασε την πόρτα και ρώτησε ποιος είναι. ‘Εγώ, η Λόρα’ απάντησε μια γυναικεία φωνή. ‘Ένα λεπτό’ είπε, πήγε στο λαπ τοπ που ήταν ακόμα ανοιχτό και το ’κλεισε. Ύστερα άνοιξε την πόρτα. Η Λόρα ήταν μπροστά του, όμορφη, σχεδόν μια άλλη. Τα μαλλιά της στο φωτισμό του διαδρόμου έμοιαζαν σαν να χαν πάρει φωτιά και τα χείλη της μια σκιά πλαισιωμένη με κόκκινα λουλούδια. Ο διάδρομος ξαφνικά ήταν ένα μικρό όμορφο κομμάτι του κόσμου.
«Να περάσω;»
«Φυσικά, έλα».
Μπήκε στο δωμάτια με βήματα αργά. Στάθηκε στη μέση και γύρισε προς το μέρος του. Ήταν φανερό πως ήθελε να του μιλήσει, αλλά κάτι σαν να την εμπόδιζε. Έμοιαζε σαν να είχε έρθει με κάποια προετοιμασμένη φράση που εκείνη τη στιγμή δεν έβγαινε από τα χείλη της. Φυσικό, μια και η πράξη της αγάπης στον άνθρωπο συνδέεται με το λόγο. Κι αυτό είναι ένα από βασικά στοιχεία που τον διαφοροποιεί από τα ζώα. Η έλλειψη λόγου και η έλλειψη αγάπης κάπου έχουν μια αρχέγονη μυστική ρίζα που κάνει τα αντίθετα τους να συνιστούν το δικό τους ακριβό τιμαλφές. Έτσι, παρόλο που κάπου μέσα της είχε φοβηθεί με την ίδια της την πρωτοβουλία, εκείνο που ο εαυτός της ειχε έρθει για να κάνει, η πράξη, δεν μπορούσε να μείνει χωρίς εισαγωγή.

«Ήθελα να σε δω» είπε, κι εκείνος κατάλαβε αμέσως. Είχε καταλάβει από την αρχή, από τη στιγμή που είδε τα μάτια της στο διάδρομο. Όμως γι εκείνο που δεν ήταν προετοιμασμένος ήταν για αυτή τη «βλάβη» που αισθάνθηκε. Μια δυσλειτουργία, τόσο αδιόρατη, που μόνο ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν - κάποιος που είχε φάει τα καλύτερα του χρόνια φυλλομετρώντας κάθε αναβαθμό συναισθηματικής του θερμοκρασίας, αφουγκραζόμενος κάθε λεπτό διαχωρισμό της εσωτερικής του δόνησης και ξέροντας σχεδόν πάντοτε πότε αυτός είναι επιθυμία, πότε άμυνα, πότε οδύνη - μόνο μια τέτοια λεπτολόγα ψυχή ήταν σε θέση να εντοπίσει αμέσως ότι η «βλάβη» αυτή δεν ήταν απλά ένας φτωχός πόθος. Το ενδεχόμενο ήταν πάντα μέσα από τον Άλλον. Κι ο Άλλος στα χείλη του είχε για χρόνια τη γεύση του θανάτου. Όμως η δίψα για ζωή, όσο στυφό κι αν νιώθει κανείς το παρελθόν στο στόμα, επαναφέρει σχεδόν τυραννικά τον Άλλον, το λόγο του και το κορμί του. Είχε τρομάξει με αυτή την απαίτηση που απλώνονταν μέσα του. Όμως ο λόγος της και το κορμί της βρίσκονταν απέναντι του και τον καλούσαν στις πέντε αισθήσεις – μετά από πολύ καιρό, επιτέλους, σ’ ένα παρόν.
Πλησίασε και την αγκάλιασε. Τα κορμιά τους δέθηκαν αμέσως. Την κοίταξε. Υπήρχε ένα βλέμμα, υπήρχε ένα χαμόγελο.

Μια γιορτή σε τεντωμένο σκοινί. Κάπως έτσι ήταν Μες στην αποσπασματικότητά του ένα όλον, μέσα στο άγνωστο, κάτι γνωστό. Ο χρόνος ξαφνικά συμπυκνώθηκε σ’ ένα και μοναδικό παρόν, τα δάνεια ξεχάστηκαν, η εγγύτητα κατέλυσε τις ταυτότητες – αληθινές και ψεύτικες. Το δωμάτιο του Τράβελοτζ – ένας ου-τόπος για κείνον - έγινε ξαφνικά υπαρκτό, επειδή υπήρχε εκείνη. Ο Άλλος έγινε ξανά ένα κομμάτι δικό του – η αμοιβαιότητα, η εκχώρηση, το πρόσωπο του κόσμου. Ενός κόσμου που – αν και είχε αποφασίσει να τον ανακατασκευάσει με άλλα υλικά να τον αλλάξει – επανερχόταν και του απευθυνόταν και πάλι μέσα από γνώριμους, δοκιμασμένους κώδικες, μέσα από το ίδιο του το σώμα. Κάποια στιγμή την κοίταξε στα μάτια και του ’ρθε και πάλι εκείνη η τυραννική αίσθηση από τα παλιά: η παγωμένη μοναξιά ενός χαμένου παράδεισου που ακόμα κι ο έρωτας δεν μπορούσε να επαναφέρει. Ή αλλιώς, μιας αρχέγονης, οριστικά χαμένης χαράς που η σύμφυση με τον άλλον την έκανε ακόμη πιο οδυνηρή. Συνοπτικά: η αίσθηση του αιώνια εξόριστου. Αλλά ξαφνικά, το επόμενο δευτερόλεπτο, εκείνη κάτι έκανε, κάτι ελάχιστο, ανεπαίσθητο - ένα αμυδρό άνοιγμα του στόματος μαζί με μια στροφή του κεφαλιού στα πλάγια - που έφτανε ωστόσο για να ενσωματώσει σ’ αυτή την «καινούργια» του ζωή ένα πρωτόγνωρο αίσθημα: ότι η εξορία αυτή δεν ηταν μόνο δική του. Ανατρίχιασε και την αγκάλιασε με όλη την ορμή μιας γνώσης που ανέβλυσε αναπάντεχα…»


Ο Αλέξης Σταμάτης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ κι έκανε μεταπτυχιακά Αρχιτεκτονικής και Κινηματογράφου στο Λονδίνο. Έχει δημοσιεύσει τέσσερις ποιητικές συλλογές. Για τη δεύτερη συλλογή του, "Αρχιτεκτονική Εσωτερικών Χώρων", του απονεμήθηκε το 1994 από το Δήμο Αθηναίων το βραβείο ποίησης στη μνήμη Νικηφόρου Βρεττάκου. Ποίησή του δημοσιεύτηκε στο βρετανικό λογοτεχνικό περιοδικό Modern Poetry in Translation. Το πρώτο του μυθιστόρημα "Ο έβδομος ελέφαντας"(Κέδρος 1998) εκδόθηκε στο Λονδίνο από τον γνωστό εκδοτικό οίκο Arcadia Books. Εργάστηκε στην Αθήνα ως αρχιτέκτων, ενώ τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες πάνω σε θέματα τέχνης και πολιτισμού.

Βιβλιογραφία:
ΑΠΛΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ - ΜΠΑΡ ΦΛΩΜΠΕΡ - ΟΣΟ ΠΛΗΣΙΑΖΩ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΕΤΑΙ - ΣΑΝ ΤΟΝ ΚΛΕΦΤΗ ΜΕΣ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ - ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ - Ο ΕΒΔΟΜΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ - ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΟΝΟΙ - ΣΚΟΡΠΙΟΣ ΣΤΟ ΣΥΡΤΑΡΑΚΙ - ΜΗΤΕΡΑ ΣΤΑΧΤΗ- ΟΔΟΣ ΘΗΣΕΩΣ - ΠΥΚΝΟ ΤΩΡΑ