<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d13537987\x26blogName\x3d.::4o+MATI::.\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLACK\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://4mati.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3den_US\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://4mati.blogspot.com/\x26vt\x3d-3529551192642507431', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>
4ï ÌÁÔÉ

Να με φωνάζεις όπως θες, μα αν βρεθώ στο διάβα σου, καλύτερα έρωτα, για να γυρίσω το κεφάλι…


Μαρία Παναγιωτάκη
Κοινωνιολόγος


(Μια γυναίκα κι ένας άντρας δεκαετίες μαζί, ανταλλάσσουν επιθυμίες, σκέψεις, εικόνες πότε σ’ ένα τεντωμένο σχοινί, πότε με βήμα πιο σταθερό ισορροπώντας. Μετέωροι κι οι δυο, σαν δραπέτες του δικού τους χρόνου, άλλοτε βουτούν στον ήλιο, άλλοτε τρέμουν σαν παιδιά τις ίδιες τους τις σκιές στο μισοσκόταδο...)

Πάντα το ‘λεγα… Πως ο δρόμος που σμίγει των ανθρώπων τις φωνές είναι καμωμένος από λέξεις... και ανάσες... Το λέει και η ποιήτρια, δεν στο ’χω πει; Λέει πως τούτες εδώ είναι η αφορμή. Λέξεις...σκόρπιες, ανάκατες, ατίθασες, προκλητικές… Να σε ξελογιάζουν, να σε προκαλούν να τις ταιριάξεις, να στοιχειώνουν τον ύπνο σου, να σε παίρνουν στο κατόπι κάτι λιακάδες θανατερές...και κάτι φεγγαρόπιοτες βραδιές. Λέξεις! Πάει να πει, έρωτας…
Είναι η ώρα, είναι οι συνθήκες, είναι κι αυτός ο δαιμονισμένος ο νοτιάς, που το μυαλό μου, παραδομένο μάλλον στη δική σου μέθη, στις μυρωδιές και στις γεύσεις σου, ανιχνεύει, ψηλαφίζει, εικόνες, χρώμα, προσδοκίες, προσμονές, ανάσες, χυμούς, να κρυφογελούν πίσω από τις λέξεις σου...
Πόσον καιρό έχεις να μου γράψεις; Για συλλογίσου το… Και να μου πεις! Έτσι… ακροπατώντας πάνω στις λέξεις, κανακεύοντάς τις σαν έφηβος. Είναι κι άνοιξη να πάρει η ευχή! Κι ο έφηβος μονίμως αγρυπνά... έτοιμος να σηκώσει παντιέρα ελευθερίας... για όπου... για ό,τι...
Μη σκιάζεσαι μικρή… Να’ χεις μονάχα κατά νου πόσο παρήγορο είναι πού με νιώθεις και σ' αισθάνομαι, έστω κι έτσι, μ' ένα ερωτικό, κλεμμένο εφηβικό, βαμμένο κόκκινο κλίμα να ίπταται πάνω μας... Διαδρομή 40 χρόνων είναι αυτή! Στην ίδια ρότα, τόσους χειμώνες και καλοκαίρια! Και -τι ευλογία!- σε τούτους εδώ, τους ανηφορικούς δρόμους μας, δεν πάψανε ακόμα να βγαίνουνε φεγγάρια…
Ορίστε, σου γράφω! Σου μιλώ και ψηλαφώντας σε προσπαθώ να δω αν εκείνη την ξέχωρη κι ακριβή αστοχασιά της πρώτης μας της νιότης, την έχεις ακόμα... Θα 'θελα να σε αποκαλέσω τρελή έφηβη, απευθυνόμενος σ' ένα κομμάτι σου, δεν ξέρω, από ένστικτο πιότερο παρά σαν αποκάλυψη... Δεν καλοσυντηρείς απλώς την εφηβεία σαν μια αποστειρωμένη πλέον αίσθηση, αλλά σε σένα, διατηρεί όλους τους χυμούς και τη γλυκάδα της...

Τι τρέχει κάπου εδώ, αναρωτιέμαι σαν αμάθητο κοριτσόπουλο...μα, δε γελιέμαι! Που τέτοια τύχη! Μ' αυτό το σπουδαίο χάρισμα, που λέγεται άγνοια, μόνο οι πιτσιρικάδες ψιλοφλερτάρουν... Το μυρίζομαι αυτό το αεράκι που μας τριγυρίζει, χαϊδεύοντας τις προσδοκίες μας... Αχ και να 'μουνα εκεί... κοντά στην όποια περιπλάνησή σου... Μ' όλα τα ξόρκια που από τ' αρχαία χρόνια έχουν οι μάγισσες συγκεντρωμένα... Να καμωθώ τη νεράιδα και με μια κίνηση να βάλω τέλος στη δουλειά και να σε καλοκρύψω από υποχρεώσεις και κουστουμαρισμένα ανταμώματα. Να γητέψω ότι ορίζεις για αίσθηση κι ότι δεν πάει για κει, να το μετατρέψω... Να κανακέψω κάθε μέλος του κορμιού σου, να γλυκομιλήσω στη μυρωδιά και στη δίψα σου... Κι έπειτα να βυθιστώ στο κόκκινο το τριανταφυλλί, το άγουρο, τ' αμάθητο, μιας μονίμως παραπονεμένης εφηβείας... Δες! Η έφηβη μέσα μου αναδεύει κάθε που βγαίνω στις λιακάδες της ζωής ζητώντας μου να της απλώσω λευκά σεντόνια να τυλίξει τα κάλλη της!
Πες μου… Φέρνεις στο νου τα ανθισμένα χρόνια μας; Ευλογημένες γενιές... Ιδρωμένες ανάσες σ' εκείνες τις αλησμόνητες καρακιτσάτες ντίσκο -απαύγασμα αισθητικής - με τα εκτυφλωτικά φωτορυθμικά και τα αστραφτερά λαμπιόνια... Ή πάλι σε κάποιο πάρτι - ο φίλος μιας φίλης έχει έναν φίλο που κάπου, σ' ένα σπίτι...- από κείνα τα ασυναγώνιστα, τα χιλιοπαινεμένα πάρτι, όπου ξεδιπλώναμε τα απαρηγόρητα ερωτικά μας βράδια φαντασιώνοντας το αγόρι απέναντι, που δεν κάνει και μια κίνηση να πάρει η ευχή! Τι βραδιές! Θάλασσα το άγχος μην τυχόν και παραβούμε το όριο της ώρας (δεσποτικοί μπαμπάδες που άραγε, τι γεύθηκαν από τη λειψή, καλοκουρδισμένη ζωή τους) και κάπου εκεί, λίγο πριν, λίγο μετά τα μπλουζ, τρεμάμενα δάχτυλα να ψαχουλεύουν κάτω απ' τη φούστα... Από που πάνε για τον παράδεισο;.... Η κίνηση η ηρωική... Κι εμείς; Μες στη γλύκα της αμάθειας... Να 'χουμε μυθοποιήσει το αντρικό όργανο, να σπαρταράμε στην ιδέα της θέας του, να ματώνουμε τα χείλη σβήνοντας τον πανικό... Ενοχές και ντροπές κι απορίες και τα βλέφαρα χαμηλωμένα και το καρδιοχτύπι καλπασμός στο άγνωστο... Βερμούτ κι ένα τσιγάρο ν’ απασχολεί τα δάχτυλα...
Έτσι ακριβώς αγαπημένη μου. Κι ανάποδα, από την άλλη μεριά του καθρέφτη της Αλίκης: Όλο ψου-ψου-ψου με τις φίλες της και χαζογελάκια, καθόλου δεν κοιτάει, τι να πάω, να φάω χλάπα; Κι ύστερα, λες να είμαι πολύ σύντομος και να μην προλάβει; Ή μήπως αργήσω πολύ και σκυλοβαρεθεί; Πρέπει δυνατά; Ή τρυφερά; Ολόκληρο ή λίγο; Ααχ, να ‘χα πάει σαν τον Μάκη σ’ εκείνο το σπίτι κάτι θα ήξερα παραπάνω... Τώρα μόνο ότι έχω δει στις τσόντες. Κι αυτό το "οργασμός" τους πάλι, τι είναι; Πού πάει η γη όταν φεύγει από τα πόδια τους; Να μπορούσα να την στείλω εκεί τη γη με άλλον τρόπο να χω το κεφάλι μου ήσυχο; Μην πλακώσει και κανένας μπαμπάς στα ξαφνικά και τρέχουμε… Μπαμπάδες! Φαντάζομαι γεύθηκαν τη χαρά του ηδονοφύλακα, φρόντισαν να μην απολαμβάνει κανείς, ώστε να μειώνεται το άγχος της δικής τους στέρησης.
Σκέφτομαι ξέρεις και τα σημερινά παιδιά…Δεν είμαι τόσο αισιόδοξος γι αυτούς. Απόκοψαν το σεξ από τον έρωτα - εντάξει. Κατάλαβαν ότι θέλει πολλούς συντρόφους η πληρότητα, άλλος έχει την τεχνική, άλλος το συναίσθημα, άλλος την γεννήτρια επιθυμίας - εντάξει. Δεν υπάρχουν φύλα, υπάρχουν ρόλοι - εντάξει. Αλλά έγινε τούτο από μια τάση πανηδονισμού; Ή από φόβο μην τυχόν και ξυστεί η επιφάνεια κι αναγκαστούν να διαχειριστούν το όποιο βάθος των πραγμάτων; Τουλάχιστον εμείς προλάβαμε και γράψαμε "We are on a road to nowhere, come on inside…" και κάναμε την απόγνωση γιορτή!

Είναι αυτοδικαιωμένα τα αισθήματά μας (μαζικά αισθήματα γι αυτή τη γενιά) αλλά και οι πλάνες μας (πλάνες λαϊκές).... Κι ίσως γι αυτό οι νέες γενιές να μας βλέπουν με συγκατάβαση, πίστεψέ με! Κι είμαστε και για χειροκρότημα που μπορούμε και τάζουμε ακόμα… Τόσα χρόνια στο πλάι μου, είσαι ό,τι ορίζω για πατρίδα και για αγκαλιά... Μ' αρέσει να μου τάζεις! Δική σου δουλειά αν θ' ανταμώσεις τη στιγμή ή τ' όνειρο. Κατέβασέ μου το σύμπαν και κύλησέ το στα πόδια μου. Αυτό θα πει ψυχή. Αυτό θα πει έρωτας… Να μου τάζεις... Για να ξορκίσεις, έστω…
Μόνο μη ξοδεύεσαι πίσω απ' τη χαρτούρα και την ένταση της δουλειάς. Σ' έχω για τρελό, μα όχι τόσο...Όπως και να 'χει, έστω και βιαστικός, μην αποστρέφεις το βλέμμα στη μυρωδιά μου που σ' αποζητά κι όταν δε σε θωρεί, μόνο ακροβολίζει το περίγραμμα των χειλιών σου... αφουγκράζεται τα όσα της τάζουν... Αλήτης ο αγέρας, που τιθασεύει της λογικής την πνιγερή αγριάδα... Έρωτα μου τον είπανε αυτόν τον άνεμο. Θέλει παλικαριά, ε; Ναι, μα κι η παλικαριά δεν θέλει κοινό νου!
Δες μας! Όλους μας! Κοίτα τριγύρω! Ο έρωτας μας τριγυρνάει, μας ζαλίζει, όπως τα ενοχλητικά έντομα που δε λένε να φύγουν όσο κι αν τ' αποδιώχνουμε... μην τραυματίσουν τη γαλήνη που με κόπο στήσαμε...
Καλοσυνηθίσαμε να παίζουμε το κρυφτούλι -όχι μεταξύ μας- απ' αυτά που μάλλον νιώθουμε, αλλά δεν... και ίσως, μπορεί, που ξέρεις, εάν... αρκεί να μην...κάποτε πιθανόν, αν οι προϋποθέσεις ..., οι κατάλληλες συνθήκες και... η ώρα δεν είναι αρκετή... προλαβαίνω μου φαίνεται... στο γραφείο όμως... αχ, ξέχασα με περιμένουν... ναι, θα γίνει... και, που είσαι; τ' όνειρό μου που λαγοκοιμάται, έτσι εύθραυστο και τρυφερό... σαν την "ωραία κοιμωμένη"... που είσαι λέω..., καλοσυντηρησέ το... Έλα, θα τα φυλάς εσύ; Κλείσε τα μάτια, μην κάνεις και ζαβολιές, μέτρα ως το δέκα κι εγώ θα τρέξω να χωθώ στην κρυψώνα μου... Α! Και όποιος πρωτοπρολάβει ας φωνάξει....φ τ ο ύ ..... ξ ε λ ε υ τ ε ρ ί α!
Να ελευθερωθούμε... ή μήπως όχι;
Μόνη παρηγοριά για τη λαλιά να βρίσκει ευήκοα ώτα, ερωτοφερμένη μου μάγισσα…
Όποιος κοιτά με λέξεις ακούρβωτες, δεν κοιτά γυναίκα.
Να ελευθερωθούμε λέω! Να ξαναβρεθούμε εκεί που σεργιανίσαμε πρωτοερωτευμένοι, φρεσκοπαντρεμένοι… Στη Λισμπόα, πίσω από το κέντρο, στα ταπεινά ψαράδικα. Εκεί που ο Πάδος συναντά τη θάλασσα και μόνο οι ντόπιοι ξέρουν κοιτώντας το νερό να σου πουν ποιο είναι του ποταμού και ποιο του Ατλαντικού. Στο καφενείο με τα μαρμάρινα τραπέζια που βάζει χύμα "πράσινο" κρασί και γαρίδες στη λαδόκολλα, στέκεσαι πλάι μου με την φαρδιά σου μαύρη φούστα, να ξέρω μόνο εγώ τι πόδια σαλεύουν από κάτω, σκύβεις και μου ψιθυρίζεις... Σ’ ακούω, σε μυρίζω…

Πέρασαν χρόνια για να μάθω ότι ο έρωτας απλώνεται στα κύτταρα, ορίζει πεθυμιές και γίνεται με όλο το σώμα και όχι (μόνο) με τα όργανα. Να γινόταν να κλείσω του κόσμου τις αισθήσεις σ’ ένα μπουκάλι! Ν’ αμπαρώσω μέσα γλυκόπικρες τσιγγάνικες δοξαριές, κήπους ολάνθιστους και μυρωμένους και γεύσεις ακριβές, ανατολίτικες... Ένα άγγιγμα ν' αγγίξει τις χορδές της ψυχής μας... να τις χαϊδέψει, να τις κάνει να πάλλονται... Να γεφυρώσει αποστάσεις, ν' αφήσει δρόμους ανοιχτούς, να βάλει μιλιά στον χτύπο της καρδιάς μας...
Πόσα έχω να θυμάμαι από σε αγαπημένη! Ανάσες, λέξεις της παραζάλης, αγκώνες που τραβήχτηκαν απότομα, ουλές που κρύβονταν επιμελώς, μυρωδιές κρασιού που ξέμειναν στα χείλη, μάτια που με κοίταξαν σαν να ‘ταν να με καταπιούν. Θυμάμαι και ζω! Λαχταρώ να δω σαν να είναι η πρώτη φορά πώς περνάς το χέρι στα μαλλιά, σε ποια πλευρά του λαιμού τα ρίχνεις όταν σκύβεις να σου ψιθυρίσουν, αν κουνάς το ποτήρι με τα παγάκια ώσπου να λιώσουν ή πίνεις γρήγορα, να μυρίσω πως βγαίνει το άρωμα με την ζέστα σου από τους πόρους όταν φουντώνεις και να ακούσω να γελάς με μέτρια αστεία. Απλά πράγματα, δεν βρίσκεις;

Απλά, ναι. Και δύσκολα. Τα παραμύθια όμως, ακόμα αναπνέουν. Ευτυχώς. Κι αυτός είναι ο έρωτας… αντίβαρο στο χαλασμό του κόσμου, που λέει κι ο ποιητής…
Ώρες-ώρες καταριέμαι τη μέρα και τη στιγμή που έμαθα να βλέπω… δε μου 'φτανε και μένα μόνο να κοιτώ; Μες στην καθημερινότητα είδα κι έκανα κι απόκανα και στέγνωσα σχεδόν... όμοια σαν πεταλίδα στη θαλασσόπετρα, που δεν την βρέχει πια το κύμα.... Τώρα, ο λογισμός μου διαλέγει κι ακουμπά. Ανεμίζει σαν σημαία η πεθυμιά μου, δροσίζεται και ξαποσταίνει η ψυχή μου, βυθίζεται εκεί που της τάζουνε χαρές. Σαν τη βροχή, την ευεργετική, εκεί που κι ο θεός διψάει… Τόσο αντιερωτική τούτη η εποχή κι εγώ θέλω να μουρμουρίσω… Σσσς... σώπα! χαμήλωσε τη φωνή και άκου τις στάλες... τον ήχο τους... άκου πως τρέχει μαζί κι ο χρόνος…Ο χρόνος... ο αλύτρωτος... ο πανδαμάτωρ... να τρέχει μαζί με τη βροχή στην άσφαλτο, σε λαμαρίνες, να μουσκεύει τα κορδόνια σου, να γλιστρά στα δάχτυλά σου, να μη στεγνώνει... Εκεί έξω... ν απλώσεις τα όνειρά σου στη βροχή... άστα... να στάζουν για χρόνια...
Ακούω αυτά που λες για τα νερά και συλλογίζομαι… Πώς στέγνωσαν έτσι οι γυναίκες μας; Ποιος κερατάς τις ξέμαθε να θέλουν; Και τώρα θέλουν μόνο να τις θέλεις; Πού πήγε το κάψιμο στο μαλακό υπογάστριο; Το μούσκιο της αποδοχής – πα’ να πει η θηλυκότητα; Ποιος αλήτης τους ρίχνει διαφημίσεις που λένε πως με την ενυδατική “τώρα μπορώ κι εγώ να ερωτευτώ”; Τι τις εμποδίζει να ερωτευτούν, εξόν από τα μάτια τους που είναι πάντα απέξω και τις κοιτούν, αμείλικτοι κριτές με μικρο-υποδεκάμετρα; Γέμισε ο τόπος νάρκισσους, μικρομέγαλα, εγκλωβισμένα νήπια σε σώματα ενήλικα, ολημερίς μπροστά σε καθρέφτες, κοιτάνε πώς κοιτάζονται. Αγόρια και κορίτσια. Γιατί ψάχνουν σε ποια πόζα ακίνητη ερωτεύεται κανείς καλύτερα; Δεν ξέρουν πως ερωτεύεσαι πάνω στη λιπασμένη κίνηση; Άμα τις δεις αυτές τις ξερικές (ολούθε σου είναι), πες τους το κόλπο το υγρό, που σπάζει τις τριβές και φέρνει κοντά, το σφυρί και το αμόνι, να πάρει μορφή ο πόθος.
Μεγάλη ιστορία να μην είσαι εικονολάτρης. Να ζεις εκείνο που ζεις, όχι την εικόνα του. Ξέρεις, νιώθω ακόμα του μυαλού σου τα πεταρίσματα, αφουγκράζομαι της καρδιάς σου το βαθύ "αχ". Λέω λοιπόν να καμωθώ την πολύξερη και να το παλέψω το πράγμα. Να μιλήσω για κείνο το ανεξήγητο, το θεϊκό "κάτι" που ενώνει τους ανθρώπους. Να πω για τη δύναμη και την καθαρότητα του λόγου που καθρεφτίζει ψυχές.. Να σταθώ σ' εκείνη την πλανεύτρα αίσθηση που γεφυρώνει αποστάσεις... Σε βλέμματα που καίνε πριν ακόμα σμίξουνε... Ή, το αντίθετο! Που φλογίζονται μαζί κοντά μισόν αιώνα! Κι έπειτα, τι; Έπειτα να χλευάσω την έπαρσή μου και τη "δήθεν" σοφία μου. Ποιος είναι τάχα εκείνος που θα τολμήσει ν' αγγίξει τα ιερά της ζωής! Και να τα ερμηνεύσει κιόλας...
Έρωτας! Κι η δική μας συναστρία μαγική! Έτσι σε νιώθω…στο βυθό σου να λαμπυρίζουν όστρακα, ν΄ αργοσαλεύουν αστερίες και να με τρεμοπαίζουν άγριες πεταλίδες. Σκιάζομαι σα σε σκέφτομαι να ονειρεύεσαι θάλασσες, βουβές, γαληνεμένες. Κρυμμένες τρικυμίες. Να σφίγγεις ανάμεσα στα γόνατα το σεντόνι και να με πονά όταν δεν είμαι εκεί να σου φιλώ το γόνυ, ν΄ ακούω πως τρίζουν τα σεντόνια όταν αθέλητα αναδεύεις. Αν απλώσεις το χέρι σου προς το μέρος μου ξέρεις τι θα κάνω; Θα τ’ ακουμπήσω πού αλλού; Στο στέρνο. Στο μέρος της καρδιάς. Θα το 'χεις ακούσει ίσως γιατί η αγάπη δίνεται με φιλί: γιατί τα χείλια λιώνουν τελευταία.
Θέλω να σε προσκαλέσω ξανά… Τόσα χρόνια μαζί, ένα ραντεβού ερωτευμένων μας πρέπει… Κουβέντα με κρασί, γκριμάτσες, μανιέρες, δάχτυλα που ασπρίζουν σφίγγοντας πιρούνια, χείλη που αγκαλιάζουν στρογγυλεύοντας τις λέξεις, γόνατα που μαζεύουνε τις γάμπες για να γείρουν οι μηροί πιο μπρος και μάτια ολόγιομα από εικόνες που καμωνόμαστε πως δεν ήρθανε ακόμα.

Να έρθεις σ’ ένα εξοχικό που ανακάλυψα και βλέπει σ΄ ένα πευκοδάσος. Το τελευταίο πεύκο ξύνει το περβάζι μου κι όλο μου μπαίνουνε ζουζούνια, τρυπώνουν τις νύχτες μες στο βάζο με τη ζάχαρη, όσο και να το καλοκρύψω. Και κυνηγώντας τα ξεχνώ ό,τι αθέλητα κοιτώ στην πόλη: σκιές γκρίζων κουστουμιών, κουρασμένα βλέμματα, πρόσωπα χλωμά κι άνευρες χειραψίες! Πίσω από αυτά τα πεύκα τα λεπτόκορμα θέλω μια μέρα να παίξουμε κρυφτό-κυνηγητό για να σε βρίσκω εύκολα.
Πονούν τ΄ αυτιά μου που δεν είσαι εδώ ν΄ ακούω πως τρίζει το κορμί σου τώρα που ανθίζει!
Μία αναγνωρίζω ως αμαρτία, την υπέρτατη κατά Καζαντζάκη αμαρτία για έναν άνδρα, να αρνηθεί τον –σαρκικό έλεγε εκείνος- έρωτα μιας γυναίκας. Θα σε υποδεχθώ και θα σε αποδεχθώ έρωτά μου, με την ψυχή και το σώμα. Άλλωστε, εμείς πια, κατακτήσαμε το δικαίωμα να μην ξοδεύουμε το πάθος στις υπερβολές, μάθαμε να συγκεντρώνουμε την δύναμή του εκεί που πρέπει. Έπειτα, το βλέπω κι εγώ πως κάπου πίσω απ' τις κουΐντες κρυφοκοιτάζει ο ελληνικός Απρίλης, η κολυμπήθρα της χαρμολύπης που μας αναβαφτίζει κάθε χρόνο. Γιορτάζει ο έρωτας παρέα με το θράσος των ελλήνων… Γιατί ποιος λαός τολμά να πει στο Θεό του "πού έδυ σου το κάλλος"; Ποιος άλλος αποτολμά να πάει άπαξ του έτους στην ίδια του την κηδεία;
Οι περισσότεροι που ζούμε σε αυτόν τον κόσμο που μιλάει ποδανά κι όπου οι βότκες είναι "authentic as your fantasy" κι οι τράπεζες πασχίζουν να μας πείσουν ότι δεν είναι όλα χρήμα(!), άλλη σωτηρία δεν έχουμε από τον έρωτα… Άντε κι απ’ την ελληνική άνοιξη… Σε φιλώ με μάτια θολά, κι ανάσα αψή, απ' τη ρακή, όπως σκύβω να σε χιλιοτρυγήσω…
Περπατώ στα λόγια σου, τρίβομαι πάνω τους, σκύβω και ψηλαφώ τ' αποτυπώματά τους. Πόσο όμορφο να μοιράζομαι μαζί σου τέτοιες εικόνες... που τρυπώνουν μες στις λέξεις, που φωτίζουν τη ματιά και την ψυχή μας... Ώρες- ώρες με λιγώνει η τόση ομορφιά της ζωής... της σκέψης μερικών ανθρώπων! Τόσο, που λέω δεν μπορεί, θα τα παλέψουμε όλα τ' άλλα... Όσο τα φεγγάρια βάφουνε ακόμα τα σκοτάδια, όσο οι λιακάδες μας τραβολογούν στις εξοχές, όσο κλέβουμε βλέμματα κι αγγίγματα απ' τους ανθρώπους και τον καθρέφτη μας.... η ζωή είναι χαρά! Στριμώχνεται σ' ένα χάδι, μια ανάσα, έναν κομπασμό φωνής... Δεν σμίγουν εύκολα οι δρόμοι των ανθρώπων, το καλοξέρουμε, μερικοί το 'χουν και χιλιοβιωμένο. Μα ούτε και χωρίζονται, αν έχουνε θέα στο πέλαγο... Θα 'σαι και θα 'μαι εδώ, σε όποιον ωκεανό βουτάνε οι καρδιές μας, σε όποια ακτή ξεβγάζουν τα όνειρά μας... Είμαστε σαν όλους εκείνους που βλέπω να περνούν τις διαβάσεις των πεζών... όταν κάθομαι στο τιμόνι... Άλλοι βιαστικοί, άλλοι σέρνοντας το βήμα, μερικοί κοντοστέκονται, έτσι για χάζι... Κι εγώ συλλογίζομαι τις ζωές τους. Που πάνε άραγε... Σ' ένα σπίτι ζεστό, σε μια αγκαλιά, σε κάποιον έρωτα παρόντα ή απόντα, τι νιώθουνε τάχα όταν γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα... Πιο πολύ με συγκλονίζει η σκέψη του πόνου που κουβαλάνε. Που είναι κοινός, είμαι σίγουρη. Για όλους μας... Οι όποιες διαφορές είναι για να ξεχωρίζει ο Θεός. Κοινός ο καημός, σαν έρωτας. Που αρχίζει, ή τελειώνει… ήλιε μου!
Το τέλος! Που αποτελεί και ένα από τα δυο μεγάλα κίνητρα στη ζωή! Το άλλο είναι ο έρωτας, το ξέρεις… που μεταμορφώνει τη μια στιγμή σε αιωνιότητα και υπερβαίνει έτσι το τέλος, τι λύτρωση! Θα μου πεις βέβαια, πως μετουσιώνει την άλλη στιγμή σε ατέλειωτη κόλαση, που μπροστά της το τέλος είναι ευτυχία. Μόνο όποιος πήγε από τα ψηλά στα χαμηλά το ξέρει και το κατέχει... Από την άλλη, ότι αρχίζει δεν τελειώνει ποτέ στην αιωνιότητα… φτάνει να έχει ψυχή. Όποιος πιστεύει, ή χρησιμοποιεί την λέξη «τέλος», ίσως ποτέ του να μην πίστεψε στην λέξη «αρχή». Και η «αρχή», είναι η μήτρα του Λόγου αυτοπροσώπως, ο υπέρμαχος των ονείρων κάθε ζωντανού πλάσματος!
Η δική μας ιστορία πάντως, μου θυμίζει εποχή μεταβατική. Λίγο πριν την καλοκαιρία, λίγο πριν το χάραμα. Ωραία λέξη! Χάραμα... Ιδού! Το ξεκίνημα ενός ακόμα ταξιδιού, που μπορεί να μην τελειώσει ποτέ. Γιατί και το τέλος ανατρέπεται όταν πάψεις να το φοβάσαι…
Μόνο μη με αποκαλείς ήλιο… Κι αν φώτισα ορισμένους στην ζωή μου, με ασημένιο σεληνόφως τους άγγιξα, σε φωτεινές νύχτες τους οδήγησα, όχι στο λαμπρό φως του μεσημεριού. Εκεί φωλιάζει ο δαίμονας της καθαρότητας. Αυτός που εξαπατάει όσους νομίζουν ότι το φως είναι το μόνο πράγμα που χρειάζονται για να δουν.
Οπότε, προτιμότερο να με φωνάζεις όπως θες, μα αν βρεθώ στο διάβα σου, καλύτερα έρωτα, για να γυρίσω το κεφάλι…