<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d13537987\x26blogName\x3d.::4o+MATI::.\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLACK\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://4mati.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3den_US\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://4mati.blogspot.com/\x26vt\x3d-3529551192642507431', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>
4ï ÌÁÔÉ

Έρωτος Εγκώμιον


Αγγελική Ζαχαράτου
Καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας, Θεατρολόγος

O, let my books be then the eloquence
And dumb presagers of my speaking breast,
Who plead for love and look for recompense
More than that tongue that more hath more express’d.
W. Shakespeare


Το να γράψει κανείς για τον έρωτα μοιάζει σαν άσκηση καλλιτεχνικής δημιουργίας και μάλιστα όταν επιδιώκει να διευρύνει τις δυνατότητες της γλώσσας, όταν αυτή άτεχνα τολμάει να περιγράψει τη διάθεση της απώλειας του «εγώ» και τακτοποιεί τις αισθήσεις στηριγμένος στη βεβαιότητα και την αγνότητα αγαπημένων ποιητών. «Ο έρωτας κοιμάται στο στήθος του ποιητή» μας λέει ο Λόρκα «κι εγώ σε κρύβω μέσα μου σαν να’σαι / κάποια φωνή από ατσάλι κοφτερό». Ο έρωτας που λέει την αλήθεια ή που παίζει μαζί της κρυφτό, μπορεί άραγε να βολευτεί μέσα στις πλαστικές και χάρτινες καρδούλες της καταναλωτικής μας μανίας και στα τηλεοπτικά ειδύλλια, σε μια και μόνη ημερομηνία στη καρδιά του χειμώνα, φορτωμένος τόσους προσδιορισμούς, όπως περιπαιχτικός, σατανικός, αμαρτωλός, ανεκπλήρωτος, ιδανικός, ακραίος και πολλές φορές τραγικός; Ίσως ναι, εάν πιστέψουμε πως αρκούν μερικές στιγμές φιλάνθρωπης υποκρισίας για ν’ αλλάξουν τον κόσμο μας. Είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να εξομολογηθεί κανείς τον πόθο, τη συντριβή, το πάθος, τη παραζάλη, την οδύνη και τη μυστικιστική έξαρση του έρωτα, «ξέρες που περιβάλλουν τις ακτές του Ανθρώπινου Πνεύματος», κατά τον Ερίκ Σατί, που όμως όποιος δεν υπακούσει είναι αξιολύπητος γιατί ποτέ του δεν θα νοιώσει την «ανακούφιση» του μολυβένιου στρατιώτη καθώς λοιώνει στη φωτιά μαζί με την αγαπημένη του.

Ο Έρωτας έχει ανάγκη έναν ιδιωτικό στρατό συμβόλων που τα εκτρέφει αδιάκοπα με ανθρωποφάγα διάθεση, συνήθως εξόριστα στη σάρκα που όμως μοχθούν να φτάσουν στην ενδοχώρα ή κατά τον ποιητή Ρ. Ταγκόρ: «Εσύ είσαι λοιπόν ο θεός με τις πέντε σαϊτες, ο Θεός του Έρωτα;», «Ναι, απαντά ο Μαδάνα, εγώ είμαι ο πρώτος που γεννήθηκα μεσ’ την καρδιά του δημιουργού και καταλαβαίνω το μυστήριο των παρορμήσεών της.» Ο Έρωτας δεν περιμένει θαύματα, τα δημιουργεί γενναιόδωρα. Απόδειξη η επιστολή της Εριέττας Φόγκελ προς τον Χάινριχ Φον Κλάιστ προτού εγκαταλείψουν μαζί το χειμώνα του 1811 τα εγκόσμια: «Χάινρίχ μου, αρμονικέ μου, παρτέρι μου από υάκινθους, αυγή μου, λυκόφως μου, γλυκέ μου ωκεανέ, αιολική μου άρπα, τριανταφυλλώνα μου, ουράνιο τόξο μου, μικρό παιδί στην αγκαλιά μου, αγαπημένη μου καρδιά, χαρά μέσα στον πόνο μου, αναγέννησή μου, λευτεριά μου, σκλαβιά μου, (...) η πολυτιμότερη από τις έγνοιες μου, η πιο όμορφη απ’ τις αρετές μου, (...) ευτυχία μου, θάνατέ μου, πυγολαμπίδα μου, μοναξιά μου, όμορφο καράβι μου, ρεματιά μου, ανταμοιβή μου, Βέρθερέ μου, Λήθη μου, (...) αγκαθωτό στεφάνι μου, χιλιάδες θαύματά μου, δάσκαλέ μου, μαθητή μου, σ’αγαπώ περισσότερο κι απ’όσο μπορώ να φανταστώ. Η ψυχή μου σου ανήκει». Κλισέ του ρομαντισμού που εκφέρονται πια σήμερα ως συνθήματα ή ως ηλεκτρονικά μηνύματα αλλά και ως γνωστά συναισθηματικά σουξέ του τύπου «Όλα σε θυμίζουν», όταν πια και ο Τσάρλι Τσάπλιν θα δυσκολεύονταν να χαρίσει την ψυχή του στη τυφλή κοπέλα του δρόμου ή η Ιουλιέτα δεν θα είχε πια διάθεση και χρόνο ν’ ακούσει το τραγούδι του αγαπημένου της Ρωμαίο αφού οι καιροί πιά προστάζουν ακόμα και οι ερωτικές εκμυστηρεύσεις να παζαρεύονται στα τηλεοπτικά παράθυρα και στα λογής ριάλιτι.

Κάποτε ο Έρωτας δανείζονταν την άμαξα της Σταχτοπούτας για να απαντηθεί με τον πόθο που θα παρέτεινε τη μεταμόρφωση της άμαξας ξανά σε κολοκύθα, όμως σήμερα τον «καταβροχθίζουμε σε νότες, εικόνες, σάρκα, γράμματα, όνειρα και φιλοδοξίες», ο Έρωτας δηλαδή που συνταγολογεί την έμπνευση και δεν αφήνει καμία γεύση αφού έχει τόσο καλή σχέση με την πραγματικότητα. Κι όμως οι ποιητές διόλου δεν ενοχλούνται και μάλιστα η Δόνια Σκαθαρίνα στα «Μάγια της Πεταλούδας» δίνει τη συνταγή στην ερωτοχτυπημένη σκαθαρίνα που ψάχνει το μονοπάτι του χωραφιού που θα την πάει «σ’άλλον κόσμο να μ’αγαπούν»: «Δίνε στους ερωτευμένους δυό ξυλιές στην κεφαλή και ποτέ μην τους αφήνεις να ξαπλώνουν σε νοτισμένη γη». Ο Έρωτας εισβάλλει στη Μνήμη γι’αυτό η Σύλβια Πλάθ μας λέει: «Αν είμαι τώρα ζωντανή, ήμουν νεκρή τότε / Αν κι όπως μια πέτρα, αυτό δε μ’ενοχλούσε / Να μένω στη θέση μου ακολουθώντας τη συνήθεια», στίχοι πως μας οδηγούν απευθείας στον Μαίτερλινκ και στους «Στοχασμούς» του: «μετά από λίγο ή περισσότερο καιρό, ακόμη και η χειρότερη ανάμνηση γίνεται αβλαβής και, μερικές φορές, ευχάριστη». «Μήπως το μυστήριο του Έρωτα διαπερνάει οτιδήποτε είναι έμβιο»;

Η Ποιητική του Έρωτα συνήθως καταπιάνεται με τις πιο άμεσες ανάγκες του, γιατί και αυτός πεινάει και διψάει, κουρνιάζει το χάραμα και ζωντανεύει μες στης νύχτας τις σιωπές, σαν «τη νυσταγμένη φυλακή με τα πρασινωπά σκοτάδια», παίζει με τη σκιά και συνέχεια νοιάζεται για την εικόνα του. Εκεί που θαρρεί κανείς πως κοιμάται, σαν φίδι τινάζεται και όπως λέει ο Μαριβώ «είναι απίστευτο, πόσο ο έρωτας ξεστρατίζει το νου των ανθρώπων, ιδιαίτερα των συνετών. Και σίγουρα όποιος αγαπά φοβάται τον αφανισμό, το σταγγάλισμα της χαράς, την αναστάτωση. Από τον Έρωτα κινείται το σύμπαν». Δαίμονας ρυθμιστής που κλέβει χωρίς επιστροφή, αψηφάει τη φύση και τη λογική και ασκεί κριτική στην ίδια τη πλάση. Έρωτας κάθαρση, αιώρηση στο σκοτάδι, και ύστερα; Έρωτας μέχρι θανάτου, τέτοιος που ποτέ στ΄αλήθεια δεν συνέβει, αζευγάρωτος και που κάνει τον Χέρμαν Μπροχ να γράφει: « Σου φιλάει το στόμα που μαράθηκε, σε φιλάει όπως τότε παλιά που σε ξύπνησε για να πεθάνεις». Η αβεβαιότητά του σε τυραννάει και σε ταλανίζει σαν αλογόμυγα, κατά τον Μπέκετ, που συμπληρώνει: «ζούμε μέσα στην αβεβαιότητα, από την αβεβαιότητα». Μα ο Αινσταϊν μας κληροδότησε πως «το ουσιώδες μένει πάντα μυστηριώδες» και ο σαρκαστικός Όσκαρ Ουαϊλντ πως «οι πιστοί γνωρίζουν μόνο την τετριμμένη πλευρά του έρωτα, ο άπιστος μόνο γνωρίζει τις τραγωδίες της αγάπης».

«Αν ο Έρωτας παρασυρμένος σε μια αέναη ετερότητα κατορθώνει να διατηρήσει την ύπαρξη υποκαθιστώντας αυτό που είναι με εκείνο που πρόκειται να είναι» (Μαριβώ) ευτυχώς επεμβαίνει επανορθωτικά «η αγάπη που τρέφεται από τη φαντασία, χάρη στην οποία γινόμαστε σοφότεροι απ’ό,τι γνωρίζουμε, καλύτεροι απ’ ό,τι αισθανόμαστε, ευγενέστεροι απ’ό,τι είμαστε: χάρη στην οποία μπορούμε να δούμε τον κόσμο ως όλον: χάρη στην οποία, και μόνο χάρη σ’αυτήν, μπορούμε να καταλάβουμε τους άλλους τις πραγματικές και τις ιδεώδες σχέσεις τους».