<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar/13537987?origin\x3dhttp://4mati.blogspot.com', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>
4ï ÌÁÔÉ

Γλώσσα και Πολιτισμοί


Παύλος Δ. Χαραμής
Φιλόλογος και Γεν. Γραμματέας του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ)


Η γλώσσα είναι κορυφαίο συλλογικό δημιούργημα, που εκφράζει τον πλούτο και την πολυμορφία του ανθρώπινου πολιτισμού που τη δημιούργησε. Καθώς η παγκόσμια κοινότητα χαρακτηρίζεται από την πολλαπλότητα των πολιτισμών, η γλωσσική ποικιλία προκύπτει ως αναγκαίο επακολούθημα. Περίπου 6.000 ζωντανές γλώσσες, με μικρές ή μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, καταγράφει ο καθηγητής γλωσσολογίας του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης Κεν Χελ σε μια πρόσφατη μελέτη του. Η Αφρική και η Ασία εμφανίζονται ως οι ήπειροι με τη μεγαλύτερη γλωσσική ποικιλία, καθώς υπολογίζεται ότι σε αυτές τις ηπείρους ομιλούνται περίπου 4.900 γλώσσες. Στην Αμερική οι ζωντανές γλώσσες είναι γύρω στις 900, ενώ στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή περίπου 280.
Στις μέρες μας, όμως, ένα μεγάλο μέρος αυτής της πολύτιμης κληρονομιάς κινδυνεύει να χαθεί. Κατά την άποψη πολλών έγκυρων γλωσσολόγων οι μισές τουλάχιστον από τις γλώσσες ή διαλέκτους που ομιλούνται σήμερα κινδυνεύουν να εξαλειφθούν, ενώ κατά άλλους μόνο το 10% από τις ομιλούμενες σήμερα γλώσσες ή διαλέκτους θα επιβιώσουν ως τον επόμενο αιώνα. Οι κυρίαρχες εκδοχές του σύγχρονου πολιτισμού συχνά λειτουργούν ως τεράστια χωνευτήρια, που ρευστοποιούν και ομογενοποιούν τις γλωσσικές και τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Η τάση που παρατηρείται σήμερα για ισοπεδωτική ομοιομορφία είναι ιδιαίτερα εμφανής στο γλωσσικό πεδίο.
Βέβαια, η παρακμή γλωσσών και πολιτισμών είναι ένα φαινόμενο γνωστό από το παρελθόν. Όχι μόνο αρχαίες γλώσσες, όπως των Σουμερίων, των Ετρούσκων και των Γαλατών, αλλά και σχετικά σύγχρονες έχουν ήδη εκλείψει. Εκατοντάδες γλώσσες και ιδιώματα που γνώρισαν τους τελευταίους αιώνες ιεραπόστολοι και κατακτητές σε ποικίλους τόπους κατέστησαν θύματα της αποικιοκρατικής νοοτροπίας και των πρακτικών της. Ο ταχύς ρυθμός, όμως, με τον οποίο χάνονται γλώσσες τις τελευταίες δεκαετίες είναι ένα εντελώς καινούριο φαινόμενο.
Η χρησιμοποίηση της βίας και των άμεσων πιέσεων δεν είναι οι μόνοι παράγοντες που ωθούν αυτή την εξέλιξη. Οι τοπικές πολυεθνικές ολοκληρώσεις και η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας συνοδεύονται από τη ραγδαία ανάπτυξη των σύγχρονων μέσων μαζικής επικοινωνίας και συγκοινωνίας. Ειδικότερα η τηλεόραση επιβάλλει τη γλώσσα των κυρίαρχων πολιτισμών στις πολιτισμικής και γλωσσικές μειονότητες πολύ αποτελεσματικά, επιταχύνοντας μια γλωσσική καταστροφή εξίσου σημαντική με εκείνη των τροπικών δασών και του φυσικού περιβάλλοντος γενικότερα. Οι μεμονωμένες ή μαζικές μετακινήσεις των ανθρώπων για αναζήτηση καλύτερων σπουδών, συνθηκών εργασίας και διαβίωσης, η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση και, συχνά, οι βίαιοι εκτοπισμοί και η προσφυγιά επηρεάζουν και επιταχύνουν τις διαδικασίες της γλωσσικής και πολιτισμικής εξομοίωσης.
Οι εξελίξεις στις χαρακτηριζόμενες αναπτυγμένες χώρες παρουσιάζουν πολλά κοινά σημεία. Δεσμοί αμοιβαιότητας, συνεργασίας, αλλά και εξάρτησης ενισχύονται αδιάκοπα σε όλους τους τομείς της υλικής και πνευματικής δημιουργίας. Η αυξανόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας, της τεχνολογίας και της επιστήμης, η ανάπτυξη και διάδοση των μέσων μαζικής επικοινωνίας, η διάδοση των τρόπων ζωής και του πολιτισμού, η ενίσχυση της διακίνησης των ανθρώπων και η τάση για ευρύτερες οικονομικές και πολιτικές ολοκληρώσεις είναι βασικές συνιστώσες μιας αναπότρεπτης πλέον πορείας προς την οικουμενική κοινότητα, μια κοινότητα που πρέπει να βασίζεται στη συμπληρωματικότητα, την πολλαπλότητα και την πολυμορφία.
Καθώς οι αμοιβαίες επιδράσεις ανάμεσα στους λαούς πολλαπλασιάζονται, ευνοείται η γονιμοποιός επαφή των πολιτισμικών στοιχείων που ανταλλάσσονται και προκύπτουν δημιουργικές συνθέσεις που δοκιμάζουν την αποτελεσματικότητα και την αντοχή τους σε ποικίλα πολιτισμικά περιβάλλοντα. Ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας, που ούτως ή άλλως είναι χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των πολιτισμών, ενισχύεται και εμπλουτίζεται με τη μετάγγιση νέων στοιχείων, που συχνά φέρουν οι μεταναστεύουσες ή παλιννοστούσες ομάδες.
Η ιστορία μας έχει δείξει, ωστόσο, ότι η συνάντηση μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών, άρα και διαφορετικών γλωσσών, δεν πραγματοποιείται κατά κανόνα σε ένα πλαίσιο κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών που διασφαλίζουν τη θεσμική και κοινωνική ισότητα των φορέων τους. Οι κρατικές πολιτικής της αφομοίωσης (assimilation) και της ενσωμάτωσης (integration) που ακολούθησαν χώρες υποδοχής μεταναστών όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, ο Καναδάς ή η Αυστραλία, δεν αποσκοπούσαν μόνο στην ενστάλαξη και επιβολή των κυρίαρχων σε αυτές τις χώρες εκδοχών του πολιτισμού, αλλά ταυτόχρονα και στη γλωσσική αφομοίωση των μεταναστών της πρώτης ή των επόμενων γενιών. Οι θεσμοί και τα ιδρύματα της επίσημης υποχρεωτικής εκπαίδευσης κατά κανόνα παρείχαν μια μονοπολιτισμική και μονογλωσσική εκπαιδευτική δίαιτα, που βασιζόταν στην αντίληψη της ανωτερότητας του κυρίαρχου πολιτισμού έναντι του πολιτισμού των μειονοτικών ομάδων. Η ίδια στάση, συχνά με πιο ωμές και βίαιες μεθόδους, χρησιμοποιήθηκε για την αφομοίωση των παιδιών των ιθαγενών πληθυσμών που επιβίωσαν σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Αυστραλία. Οι Έλληνες μετανάστες των προηγούμενων δεκαετιών συχνά κατέστησαν θύματα τέτοιων πολιτικών και γνωρίζουν καλά πόσο είναι δύσκολο να διατηρηθούν στοιχεία της εθνικής ταυτότητας, της κουλτούρας και της γλώσσας της χώρας αφετηρίας, ιδιαίτερα για τις επόμενες γενιές των μεταναστών, σε ένα κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από τη «λογική» της ανωτερότητας του κυρίαρχου πολιτισμού.
Η κατάσταση που διαμορφώνεται σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αποτελεί μια ενδιαφέρουσα περίπτωση με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και πρέπει να εξεταστεί με τη δέουσα προσοχή.
Τα γλωσσικά ζητήματα βρέθηκαν στο επίκεντρο του προβληματισμού της ΕΕ από τη στιγμή της αρχικής σύστασής της. Μέσα από μια πορεία συνεχούς αναζήτησης και προβληματισμού, που βασίστηκαν σε μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στην αρχή της ισότητας όλων των επίσημων γλωσσών στο πλαίσιο της ΕΕ και στην πρακτική της επιλογής «γλωσσών εργασίας» για τις διακρατικές δραστηριότητες, σχηματοποιήθηκε το 1989 μια συγκεκριμένη γλωσσική πολιτική από τα αρμόδια όργανα, με το Πρόγραμμα LINGUA. Βασικός στόχος του προγράμματος αυτού υπήρξε η τάση να ευνοείται η διδασκαλία και η κατάκτηση από μέρους των πολιτών της ΕΕ πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών. Η επίσημα διακηρυγμένη πολιτική βούληση, παρά τα όσα κατά καιρούς αναφέρονται από διάφορους κοινοτικούς παράγοντες, υπήρξε να παραμείνει η ΕΕ πολυγλωσσικό και πολυπολιτισμικό σύνολο.
Στην πράξη, ωστόσο, κάποιες γλώσσες έχουν πλεονεκτική θέση, είτε λόγω της αριθμητικής υπεροχής των χρηστών τους (ως μητρικής ή δεύτερης γλώσσας) είτε λόγω της ισχυρής οικονομικής και πολιτισμικής παρουσίας των κρατών που τις ομιλούν. Φαίνεται πως στην ΕΕ προτεραιότητα έχει η αγγλική και ακολουθούν η γαλλική, η γερμανική και η ισπανική. Στις ιεραρχήσεις αυτού του είδους ακολουθούν οι γλώσσες μικρότερης εμβέλειας, αλλά και αυτός ο χαρακτηρισμός δεν είναι ακριβής τουλάχιστον για δύο λόγους:

· μια λιγότερο ομιλούμενη γλώσσα στην Ευρώπη μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό αριθμό χρηστών στον παγκόσμιο χώρο, όπως είναι η περίπτωση της Πορτογαλίας.
· κάθε γλώσσα, λιγότερο ή περισσότερο ομιλούμενη, έχει αφ’ εαυτής μια εγγενή πολιτισμική αξία, που δεν εξαρτάται από την έκταση της χρήσης της. Αυτό είναι ευδιάκριτο και στην περίπτωση της ελληνικής γλώσσας, που εξαιτίας του πολιτισμικού μεγέθους της έχει επηρεάσει τη διαμόρφωση της δομής και του λεξιλογίου όλων των σύγχρονων ευρωπαϊκών γλωσσών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την επιστημονική ορολογία.

Ωστόσο, η ραγδαία εξάπλωση της αγγλικής γλώσσας, που ενισχύεται από ποικίλους οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες μέσα και έξω από την ΕΕ, και στη συνέχεια των άλλων ευρέως ομιλούμενων γλωσσών, γεννούν δικαιολογημένες επιφυλάξεις και φόβους των μικρότερων χωρών μελών της ΕΕ. Είναι πραγματικά ένα ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί αναλυτικά και να αντιμετωπιστεί με την αρμόζουσα προσοχή.
Οποιαδήποτε εκπαιδευτική πολιτική, η οποία έχει στόχο της τη διατήρηση της γλωσσικής πολυμορφίας και το σεβασμό απέναντι στους φορείς της «άλλης» γλώσσας πρέπει να πραγματοποιείται σε ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από πολιτισμική αντικειμενικότητα και αμεροληψία. Το πρόγραμμα σπουδών, το διδακτικό υλικό και οι ανάλογες παιδαγωγικές δραστηριότητες πρέπει να εξασφαλίζουν σε όλους τους μαθητές και τις μαθήτριες μια σαφή και αντικειμενική εικόνα της συμβολής όλων των πολιτισμών που συγκροτούν τη δεδομένη κοινωνία. Ακόμη ευρύτερα, πρέπει να δίνεται μια σφαιρική εικόνα της πορείας του παγκόσμιου πολιτισμού, χωρίς υποτίμηση ή αποσιώπηση της συμβολής της ιδιαίτερης συμβολής κάποιου από αυτούς. Μια τέτοια εκπαιδευτική πολιτική θα ενισχύσει την αυτοπεποίθηση των παιδιών που έχουν διαφορετική πολιτισμική προέλευση, καθώς θα αναγνωρίζονται και θα γίνονται σεβαστά και στην εκπαιδευτική διαδικασία τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που τα διακρίνουν. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο τα παιδιά της πολιτισμικής ή εθνικής μειονότητας θα αναγνωρίσουν και θα εκτιμήσουν τη σημασία της μητρικής γλώσσας τους, και θα παρακινηθούν να την κατακτήσουν και να τη διατηρήσουν ως σημαντικό πολιτισμικό επίτευγμα και βασικό συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς τους.
Γενικότερα, για τα παιδιά που ζουν σε ένα δι-πολιτισμικό και δί-γλωσσο περιβάλλον πρέπει να έχει εξασφαλιστεί η δυνατότητα να κατακτούν τα μορφωτικά εφόδια και τις πιστοποιήσεις του κυρίαρχου πολιτισμού σε όποιο επίπεδο επιθυμούν, χωρίς όμως να αποκόπτονται από τις ιστορικά προσδιορισμένες πολιτισμικές και γλωσσικές καταβολές τους. Μόνο στην περίπτωση που εξασφαλίζεται η πρόσβαση και στους δύο πολιτισμούς, αφετηρίας και υποδοχής, και μάλιστα σε ισότιμη βάση, χωρίς να αναγορεύεται ο ένας από αυτούς σε κυρίαρχο, μπορεί η διπλή ή πολλαπλή ταυτότητα να οδηγήσει σε γόνιμες συνθέσεις και να αποβεί ουσιαστικό πλεονέκτημα και όχι μειονέκτημα για το παιδί της μειονότητας. Και προϋπόθεση για αυτή την έκβαση αποτελεί η δίγλωσση εκπαίδευση.
Στο πλαίσιο αυτής της αρχής πρέπει να αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη προσοχή από το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας υποδοχής τα προβλήματα που βιώνει ένα παιδί με διαφορετική πολιτισμική και γλωσσική προέλευση κατά την αρχική φάση της ένταξής του στο σχολικό θεσμό. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι συνηθισμένοι τρόποι αντιμετώπισης του γλωσσικού προβλήματος είναι τρεις:

· Τα παιδιά στέλνονται σε ειδικά κέντρα για την εκμάθηση της γλώσσας της χώρας υποδοχής.
· Περιφερόμενοι εκπαιδευτικοί, συχνά δίγλωσσοι, εξυπηρετούν τα σχολεία που αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα.
· Αφήνονται τα παιδιά να αντιμετωπίσουν τη γλωσσική τους έλλειψη αβοήθητα.

Ο τελευταίος τρόπος φαίνεται πως είναι ο χειρότερος, αλλά και οι άλλοι δύο παρουσιάζουν σοβαρά μειονεκτήματα. Αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν ένα βασικό εμπόδιο που συναντούν όλοι οι μαθητές και μαθήτριες, την ταυτόχρονη υποχρέωσή τους, δηλαδή, να μαθαίνουν όχι μόνο ό,τι και τα άλλα παιδιά, αλλά και το ίδιο το γλωσσικό εργαλείο μέσω του οποίου πραγματοποιείται η μάθηση στο σχολείο.
«Ένα παιδί», γράφει ο John Rex στο συλλογικό έργο «Πολυπολιτισμική Εκπαίδευση» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα), “που πρέπει να αντιμετωπίσει από τα πρώτα σχολικά του χρόνια την εκμάθηση μιας καινούργιας γλώσσας και ταυτόχρονα τη διαδικασία της μάθησης την ίδια, ζει σε ένα εφιαλτικό κόσμο. Βέβαια χρόνο με το χρόνο ο εφιάλτης γίνεται λιγότερο τρομακτικός, καθώς περνά ο καιρός, αλλά το πιθανότερο είναι ότι οι συνέπειες θα παρακολουθούν το μαθητή / τη μαθήτρια για πολλά χρόνια και ίσως η ικανότητά του για μελλοντική μάθηση να έχει καταστραφεί ανεπανόρθωτα.»
Σε ορισμένες χώρες, όπως η Σουηδία, εφαρμόζεται ευρέως και μια άλλη μέθοδος με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Στο ξεκίνημά του το ξενόγλωσσο παιδί εκπαιδεύεται κατά βάση στη μητρική του γλώσσα, ενώ σταδιακά εισάγεται στην εκμάθηση της γλώσσας της χώρας υποδοχής, και έτσι η γλωσσική κατάρτιση δεν παρεμποδίζει τόσο δραστικά τη διαδικασία της μάθησης.
Αυτή η πρακτική στη Σουηδία πέρασε από διάφορα στάδια πριν καθιερωθεί. Το δοκιμαστικό στάδιο έδωσε την ευκαιρία να εξεταστεί συστηματικά η αποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων πρακτικών, που από το 1984 καθιερώνονται ως μια από τις επίσημες μορφές διδασκαλίας στις πρώτες τάξεις του εννιάχρονου σουηδικού υποχρεωτικού σχολείου. Με αυτό το σύστημα προχώρησαν στα πρώτα τους βήματα στο σουηδικό σχολείο πολλά παιδιά Ελλήνων μεταναστών, τα οποία φοίτησαν σε δίγλωσσες τάξεις. Σύμφωνα με το πρόγραμμα που ακολουθείται, οι ώρες που προσφέρονται στα ελληνόπουλα μέχρι την Τρίτη τάξη του σουηδικού σχολείου επαρκούν για να καλυφθεί το σύνολο σχεδόν της ύλης των αντίστοιχων ελληνικών σχολείων, ενώ στα υπόλοιπα τρία χρόνια οι ώρες διδασκαλίας των ελληνικών είναι μειωμένες.
Θα ήθελα να ολοκληρώσω επισημαίνοντας ότι ο Πύργος της Βαβέλ δηλώνει, ταυτόχρονα με την επικοινωνιακή αδυναμία, και μια πολιτισμική αναπηρία. Η ουσιαστική πρόοδος είναι προϊόν της πολλαπλότητας των εμπειριών που συγκλίνουν προς ένα κοινό σκοπό και απαιτεί την επικοινωνία και την αμοιβαία κατανόηση ανάμεσα στους λαούς που συνδιαλλάσσονται. Η γλωσσομάθεια, ως αναγκαίο μέσο για την επίτευξη αυτής της συνδιαλλαγής, είναι επίζηλος στόχος. Σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν είναι αναγκαίο, ούτε χρήσιμο, να επιζητείται με πολιτικές γλωσσικής ισοπέδωσης και ομογενοποίησης. Αντίθετα, ο σεβασμός στο γλωσσικό πλούτο όλων των σύγχρονων λαών και η συστηματική καλλιέργεια των εθνικών και εθνοτικών γλωσσών από τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα είναι παράγοντες που διασφαλίζουν το αναγκαίο γλωσσικό υπόστρωμα για τη γλωσσομάθεια παράλληλα με την πολιτισμική πολυμορφία των σύγχρονων κοινωνιών.