<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d13537987\x26blogName\x3d.::4o+MATI::.\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLACK\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://4mati.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3den_US\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://4mati.blogspot.com/\x26vt\x3d-3529551192642507431', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>
4ï ÌÁÔÉ

Η κινδυνολογία για τη νεοελληνική γλώσσα


Χριστόφορος Χαραλαμπάκης
Καθηγητής της Γλωσσολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών


Η Νεοελληνική γλώσσα δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί από τις γενικότερη κινδυνολογία, η οποία μαρτυρείται σε κάθε σχεδόν γωνιά της γης, όταν μάλιστα η γλώσσα μας έχει ένα τόσο λαμπρό παρελθόν. Μέτρο σύγκρισης είναι συχνά η Αρχαία Ελληνική. Εδώ θα με απασχολήσουν αδρομερώς οι συγκεκριμένες τάσεις που διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα κατά το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα.
Σημαντικό σταθμό στην Ιστορία της Ελληνικής γλώσσας αποτελεί αναμφισβήτητα η καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας στην Εκπαίδευση το 1976 και τον αμέσως επόμενο χρόνο στη Διοίκηση. Έκλεισε έτσι και τυπικά το γλωσσικό ζήτημα που ξεκίνησε στην ουσία από τον 1ο π. Χ. αιώνα και γνώρισε τις μεγαλύτερες κοινωνικές συγκρούσεις και εντάσεις ύστερα από τη δημοσίευση του γλωσσικού μανιφέστου Το ταξίδι μου (1888) του Ψυχάρη, κυρίως όμως κατά τις δυο πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Λίγα χρόνια μετά την οριστική λήξη της γλωσσικής διαμάχης με κρατική παρέμβαση, άρχισε να γίνεται κατανοητό ότι λύθηκε ναι μεν το «γλωσσικό ζήτημα», ήρθε όμως εντονότερα στην επιφάνεια το «γλωσσικό πρόβλημα» των Νεοελλήνων.
Η κινδυνολογία για τη γλωσσική παρακμή εμφανίζεται, με φθίνουσα κατά τα τελευταία χρόνια τάση, σε διάφορα δημοσιεύματα στον τύπο, ακόμα και με τη μορφή επιστολών διαμαρτυρίας. Σε ακραίες περιπτώσεις η υποτιθέμενη γλωσσική κρίση αντανακλά την εθνική κρίση. Τα αίτια της γλωσσικής κακοδαιμονίας εντοπίστηκαν στα ακόλουθα κυρίως σημεία:
1. Αποκοπή από τις ρίζες μας με την κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
2. Καθιέρωση του μονοτονικού.
3. Αλόγιστη χρήση ξένων λέξεων.

Η κριτική επικεντρώνεται κατά κανόνα στην «εισροή βαρβαρικών στοιχείων» και την «άκριτη ξενομανία». Διαβρωτική θεωρείται η επίδραση της Αγγλικής και προτείνεται «Νέα εθνική αντίσταση στον αγγλικό γλωσσικό ιμπεριαλισμό». Αποκαρδιωτικό κρίνεται το γεγονός ότι «Η Ελλάς που γέννησε τον αθλητισμό έχει πάψει να χρησιμοποιεί ελληνικούς όρους». Συχνά γίνεται προσπάθεια αντικατάστασης των ξένων λέξεων, κυρίως αγγλικών, από ελληνικές, τα αποτελέσματα όμως δεν παύουν να είναι πενιχρά και οι ελπίδες επικράτησης της προτεινόμενης λύσης ελάχιστες. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:

ζάπινγκ: τηλεσάρωση, τηλανίχνευση
μόνιτορ = μηνύτορας
ντοκιμαντέρ: τεκμηριακή ταινία
ρεπορτάζ = ειδησεογράφημα, ειδησοέρευνα
σι ντι (C. D.) = συμπαγής δίσκος, συ δί (όπως η μπανάνα δεν έγινε βανάνα, έτσι και το σιντί δεν πρόκειται να γίνει «συ δί».
φαξ: τηλαντίγραφο, φωτομήνυμα, τηλεομοιοτυπία

Οι επικριτές των ξενισμών, εκτός των άλλων, αγνοούν ή παραβλέπουν τις σημασιολογικές αποχρώσεις και τις υφολογικές συνυποδηλώσεις των ξένων λέξεων. Το μπίζνεζμαν θα μπορούσε να αντικατασταθεί από το επιχειρηματίας, όταν όμως θέλει κανείς να ειρωνευτεί κάποιον (Τώρα τελευταία μας το παίζει μπίζνεζμαν), η αγγλική λέξη είναι πιο αποτελεσματική. Το νούμερο δεν μπορεί να αντικατασταθεί από τον αριθμό στην πρόταση: Είναι μεγάλο νούμερο (για άνθρωπο), ούτε μπορούμε να πούμε *Τι αριθμό παπούτσια φοράς.
Αποκαλυπτικές είναι οι μεταφορικές εικόνες που χρησιμοποιούνται για να δηλωθεί η γλωσσική παρακμή. Οι πιο ισχυρές μεταφορές προέρχονται από τον χώρο της ιατρικής και της παθολογίας: «Αρρώστια, καρκίνος, ακρωτηριασμός, συντακτική αγκύλωση, φραστική ακαμψία». Η γλώσσα είναι «βαριά άρρωστη» με βάση τα συμπτώματα που περιγράφουν οι κινδυνολόγοι, δεν μας λένε όμως τι είδους αρρώστια έχει η γλώσσα επί τόσους αιώνες και τελικά κατορθώνει να επιζεί.
Η μεταφορική εικόνα της γλώσσας ως «γυναίκας», η οποία υφίσταται βιασμό («Ο δημοτικισμός εβίασε την φυσιολογικήν εξέλιξιν της γλώσσας»), παραπέμπει σε ανίσχυρο πλάσμα που χρειάζεται «προστασία». Το ερώτημα έχει τεθεί από παλιά: «Ποιος θα μας προστατέψει από τους προστάτες της γλώσσας;»
Μια τρίτη, ακόμα παλαιότερη, μεταφορά προέρχεται από τις πολεμικές επιχειρήσεις. Η γλώσσα ταυτίζεται με την πατρίδα που δέχεται επίθεση: «Η εισβολή ξένων λέξεων έχει προσλάβει χαρακτήρα επιδημικής μάστιγας». Επιβάλλεται «να θωρακίσουμε τη γλώσσα μας», η οποία κατά άλλους αποτελεί «ασπίδα κατά της ξένης πολιτιστικής εισβολής». Για «το κάστρο της γλωσσικής μας ρωμιοσύνης» προτείνεται «υιοθέτηση επιθετικής τακτικής», για τη «λεηλασία των πηγών της». Ορισμένοι πιστεύουν ότι έχει ολοκληρωθεί η «άλωση» της γλώσσας, άλλοι κρίνουν ότι «Η ελληνική γλώσσα άντεξε στις επιθέσεις που δέχτηκε» επειδή διαθέτει «συντριπτική λεξική υπεροπλία». Αξιοπερίεργη είναι η θέση ότι «Οι Νεοέλληνες βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση με τη γλώσσα τους».


Η ποιότητα του νεοελληνικού λόγου

Το γλωσσικό ζήτημα λύθηκε οριστικά το 1976 με την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας της εκπαίδευσης και με την επέκτασή της τον αμέσως επόμενο χρόνο στη Διοίκηση, αφού βέβαια η επίλυσή του είχε ωριμάσει προ πολλού στη συνείδηση της πλειοψηφίας των μητρικών ομιλητών. Λαμπροί δημοτικιστές, με πρωτοπόρους τον Εμμ. Κριαρά και τον Αγαπητό Τσοπανάκη, κατέγραψαν άφθονα παραδείγματα κακοποίησης της γλώσσας από όψιμους κυρίως δημοτικιστές και πρότειναν συγκεκριμένες λύσεις για μια σειρά προβλημάτων. Ο Εμμ. Κριαράς (1992, 223-236) ερεύνησε «τα ιστορικά αίτια που οδήγησαν στη σημερινή γλωσσική κακοδαιμονία», το βασικότερο από τα οποία υπήρξε «η πολιτική ανωμαλία και πολιτική συντηρητικότητα στον τόπο μας» και ακολουθούν: η έλλειψη συγκεκριμένου σχεδιασμού, η αδυναμία του σχολείου να διδάξει αποτελεσματικά την ελληνική γλώσσα, ενώ και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας «δεν στάθηκαν ποτέ ικανά να δώσουν, έμμεσα έστω, χρήσιμα πρότυπα ικανοποιητικού λόγου». Η επιδίωξη όμως ενός «σταθεροποιημένου, ομοιογενούς και καλαίσθητου λόγου» είναι ανέφικτη ως προς τους δύο πρώτους στόχους. Επιβάλλεται, πάντως, να τονιστεί ότι ο Εμμ. Κριαράς έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι «η γλώσσα μας δεν κινδυνεύει» και ότι (1992, 353) «Είναι αδύνατο και εκείνος που μιλεί και εκείνος που γράφει να μην πέφτει σε λάθη ορισμένες φορές. Τα λάθη αυτά μπορεί τελικά να οδηγήσουν σε εξέλιξη της γλώσσας αν για οποιοδήποτε λόγο γενικευτούν στο στόμα του λαού ή κάτω από την πένα των συγγραφέων. Είναι ενδεχόμενο μερικά σφάλματα να καθιερωθούν κάποτε, γιατί γίνονται ζωντανά στοιχεία μιας γλώσσας».
Έχουν γραφτεί αρκετά για τον πουπουισμό (συχνή χρήση του που, ακόμα και σε περίπτωση κακοφωνίας ( …που στις μέρες μας …), ενώ η χρήση μετοχής ή του αναφορικού ο οποίος παρέχουν και από υφολογική άποψη χρήσιμες εναλλακτικές δυνατότητες), τη σανίτιδα (η καθιέρωση του σαν στη θέση του ως) και την αχρωμοσημία (κατάχρηση απολεξικοποιημένων ρημάτων, όπως τα βάζω, δίνω, κάνω). Οι εκφράσεις κάνω αίτηση / αγωγή καταδικάζονται από ορισμένους και προτείνουν στη θέση του κάνω το υποβάλλω στην πρώτη περίπτωση και το εγείρω στη δεύτερη, χωρίς να συνειδητοποιούν την αναγκαία διάκριση ανάμεσα στην καθημερινή και την επίσημη χρήση. Υπάρχουν ακόμα ορισμένοι μητρικοί ομιλητές οι οποίοι εκλαμβάνουν ως «βαρβαρισμό» το υλοποιώ και την υλοποίηση, όταν χρησιμοποιούνται ως συνώνυμα του πραγματοποιώ / πραγματοποίηση. Αντίθετα, διατυπώσεις του τύπου: «ο διευθύνοντας της συζήτησης, του διεθνού δικαίου, πτώση ασθενής βροχής, του σορού», αποτελούν σοβαρά λάθη, τα οποία δικαίως καταδικάζονται.


Κριτική της κρίσης των γλωσσών

Όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο Alain Rey σε ένα εξαίρετο δοκίμιο (‘Pour une critique de la crise’, στον τόμο J. Maurais, 1985, 443-452, βλ. σ. 452), «Η κρίση των γλωσσών δεν είναι παρά μια πλευρά της διαρκούς κρίσης των κοινωνιών και ίσως ένας τρόπος μερικής απόκρυψης της πολιτικής στην ουσία διάστασης του όλου θέματος». Οι αλλαγές στη γλώσσα δεν αποτελούν ένδειξη κρίσης, αλλά επιβεβαιώνουν την πορεία της γλώσσας, η οποία προσαρμόζεται επιτυχώς στις νέες κοινωνικές και επικοινωνιακές ανάγκες.
Το πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει σήμερα η χώρα μας, όπως και οι περισσότερες χώρες του κόσμου, δεν είναι απλώς γλωσσικό, αλλά ευρύτερα πολιτικό και πολιτιστικό: Οι μικροί λαοί αγωνιούν ευλόγως για τη διατήρηση και διάσωση της γλωσσικής και πολιτιστικής τους ταυτότητας, για την υπεράσπιση της ετερότητάς τους. Την ίδια στιγμή όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος επαναβίωσης του εθνικισμού και έξαρσης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα στον περιορισμό των επισήμων γλωσσών και στην περαιτέρω ενίσχυση του ηγεμονικού ρόλου της Αγγλικής. Εκτός από τα ανθρώπινα δικαιώματα επιβάλλεται να μας απασχολήσουν εξίσου σοβαρά τα γλωσσικά δικαιώματα. Η ενίσχυση των λιγότερο ομιλούμενων και διδασκόμενων γλωσσών θα είναι αποτελεσματική όταν οι ίδιοι οι ομιλητές βελτιώσουν την ποιότητα του λόγου τους και ενισχύσουν με κατάλληλη αγωγή και παιδεία τη γλωσσική τους αυτοεικόνα, χωρίς να εγκλωβίζονται σε στενά γεωγραφικά όρια, με παράλληλη ενίσχυση της πολυγλωσσίας, η οποία ανοίγει ορίζοντες.
Τελειώνω με το αισιόδοξο μήνυμα που περνά ο αείμνηστος Αντώνης Σαμαράκης (1999, σσ. 86 και 88), σε μια ωραία προσωποποίηση της Νεοελληνικής: «… Αφήστε με λοιπόν να αναπνέω φυσιολογικά, μην εμποδίζετε τον κανονικό ρυθμό της αναπνοής μου. Και σας παρακαλώ, σώστε με από τους ‘σωτήρες’ μου! […] Αναρχοαυτόνομη είμαι. Δεν επιδέχομαι ξένες επεμβάσεις, και μάλιστα βίαιες. Αρνούμαι να γίνω πειραματόζωο του καθενός Προκρούστη. Έχω τους δικούς μου βιορυθμούς, τους δικούς μου νόμους. Τα γονίδιά μου είναι ισχυρά, υγιέστατα».


Βιβλιογραφία

Κριαράς Εμμ., 1992: Η γλώσσα μας. Παρελθόν και παρόν, Θεσσαλονίκη.
Maurais J. (εκδ.), 1985: La crise des langues, Paris: Le Robert.
Σαμαράκης Α., 1999: «Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων…», στα Πρακτικά του Συνεδρίου: 1976-1996: Είκοσι χρόνια από την καθιέρωση της Νεοελληνικής (Δημοτικής) ως επίσημης γλώσσας, 29 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1996, Αθήνα, 81-89.
Χαραλαμπάκης Χρ., 1998α: «Η ‘καλή’ και ‘κακή’ χρήση της Νεοελληνικής. Θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα», στον τόμο: Γλωσσική και λογοτεχνική κριτική, Αθήνα, σσ. 105-128.
Χαραλαμπάκης Χρ., 1998β: «Θεωρία και πράξη της γλωσσικής κριτικής», στον τόμο: Γλωσσική και λογοτεχνική κριτική, Αθήνα, σσ. 45-103.
Χαραλαμπάκης Χρ., 2001: «Προβληματισμοί για τη σωστή χρήση της δημοτικής γλώσσας», στον τόμο: Νεοελληνικός λόγος. Μελέτη για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και το ύφος, Επανεκτύπωση της 3ης έκδοσης, Αθήνα, σσ. 145-152.