<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d13537987\x26blogName\x3d.::4o+MATI::.\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLACK\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://4mati.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3den_US\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://4mati.blogspot.com/\x26vt\x3d-3529551192642507431', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>
4ï ÌÁÔÉ

Γλωσσολογία και Ετυμολογία



Αλέξης Καλοκαιρινός
Καθηγητής Θεωρητικής Γλωσσολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης



Σύμφωνα με την κοινή αντίληψη ο γλωσσολόγος είναι ένας άνθρωπος (ένας ‘επιστήμονας’) που γνωρίζει πολλές γλώσσες και την ιστορία τους, αναζητά την πραγματική σημασία των λέξεων στο βάθος του χρόνου, και αποφαίνεται για την ορθότητα των σύγχρονων εκφράσεων μιας γλώσσας (συνήθως, της μητρικής του) στιγματίζοντας τις εκτροπές από τον κανόνα. Τον κανόνα αυτό, αναλαμβάνει να διατυπώσει και να παραδώσει στους κοινούς ομιλητές βασισμένος στα ιστορικά δεδομένα της γλώσσας και αποβλέποντας στη διαφύλαξη της καθαρότητάς της, του εκφραστικού της πλούτου και, συνακόλουθα, της ικανότητάς της να αποδίδει με διαύγεια τη σκέψη.
Η κοινή αυτή αντίληψη είναι εντελώς εσφαλμένη. Η παρεξήγηση οφείλεται, ανάμεσα σε άλλους λόγους, στη σύγχυση ανάμεσα στον παραδοσιακό γραμματικό και στο σύγχρονο θεωρητικό γλωσσολόγο, αλλά κυρίως αντικατοπτρίζει τη στάση των ίδιων των μη-γλωσσολόγων (δηλαδή της μεγάλης πλειονότητας των μη ειδικών, των απλών φυσικών ομιλητών μιας γλώσσας) απέναντι στη γλώσσα τους, στάση που διαμορφώνει και τις προσδοκίες τους από τον ειδικό επιστήμονα. Αξίζει λοιπόν να σταθούμε λίγο στη συγκρότηση αυτής της αντίληψης, επειδή αφορά στη συνειδητή σχέση των ανθρώπων με τη γλώσσα τους.

Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που νομίζουν ότι γνωρίζουν τί δουλειά κάνει ένας γλωσσολόγος θεωρούν ότι στις βασικές ασχολίες του ανήκει η ετυμολογία, δηλαδή η αναζήτηση της αρχικής μορφής και της αρχικής σημασίας κάθε λέξεως’. Η κυκλική εφαρμογή της μελέτης στην ίδια τη λέξη δείχνει ότι η σημασία του αρχαιοελληνικού ετύμου που παράγει τον όρο ετυμολογία είναι ‘αληθινό, αυθεντικό’. Τα δυο αυτά διαδοχικά βήματα στην ετυμολογία ενθαρρύνουν το λογικό σφάλμα της ταύτισης της αρχικής σημασίας με την αληθινή σημασία. Πράγματι, στην κοινή αντίληψη, η ετυμολογική μελέτη θεωρείται ως η ιχνηλάτηση της αληθινής, αυθεντικής σημασίας των λέξεων, αναζητώντας τις λέξεις πίσω από τις λέξεις σε προγενέστερες γλωσσικές μορφές. Όμως, αυτή η θεώρηση οφείλεται μόνο στη σύγχυση ανάμεσα στις έννοιες ‘αρχική σημασία’ και ‘αληθινή σημασία’. Μια από τις σημαντικότερες κατακτήσεις της σύγχρονης θεωρητικής γλωσσολογίας είναι ο διαχωρισμός αυτών των δύο εννοιών και η απόρριψη της αναγωγής της δεύτερης στην πρώτη.
Το διάβημα της θεωρητικής γλωσσολογίας μας προφυλάσσει έτσι από το βίαιο παραλογισμό να πιστέψουμε ότι οι φυσικοί ομιλητές μιας γλώσσας δεν γνωρίζουν τη σημασία των λέξεων που χρησιμοποιούν αν δεν γνωρίζουν την καταγωγή των λέξεων αυτών, οι οποίες δήθεν συνίστανται σε παραφθορές των ‘αρχικών’ μορφών, και ότι οι σημασίες με τις οποίες διακινούνται οι λέξεις στην κοινή χρήση δεν είναι οι ‘αληθινές’ σημασίες αλλά το προϊόν μιας ιστορικής άγνοιας των ομιλητών και μιας συνολικής φθοράς του γλωσσικού συστήματος.

Η εξέλιξη της γλώσσας συνιστά πράγματι ένα από τα κύρια ενδιαφέροντα της ευρύτερης γλωσσολογίας. Η διαπίστωση, κατά τον 18ο αιώνα, ότι παλαιότερα γλωσσικά συστήματα από τα οποία κατάγονται σύγχρονες ομιλούμενες γλώσσες, παρουσιάζουν μια σειρά από εντυπωσιακές ομοιότητες οδήγησε στη δημιουργία της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας. Συγκρίνοντας τύπους της αρχαίας ελληνικής, της λατινικής, της σανσκριτικής και άλλων γλωσσών, οι ιστορικοσυγκριτικοί γλωσσολόγοι επιστήμονες οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα της κοινής τους καταγωγής, τις ομαδοποίησαν στην οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και διατύπωσαν υποθέσεις για τη συγκρότηση του χαμένου κοινού προγόνου τους που ονομάστηκε πρωτο-ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Με τον ίδιο τρόπο οι υπόλοιπες γλώσσες του κόσμου ομαδοποιούνται σε ανάλογες οικογένειες, που τα κοινά τους χαρακτηριστικά και οι κοινές εξελεκτικές τάσεις τους επιτρέπουν επιστημονικές υποθέσεις για τη μορφή που θα είχαν οι αντίστοιχοι κοινοί τους πρόγονοι, οι οποίοι βέβαια, όπως και η πρωτο-ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, δεν μας άφησαν κανένα άμεσο γλωσσικό τεκμήριο, δηλαδή κανένα ίχνος γραφής.
Η συγκριτική έρευνα μεταξύ των γλωσσών έχει αυτονόητο επιστημονικό ενδιαφέρον. Όμως η ίδια η επιστήμη θέτει με σαφήνεια τα όρια της. Tα όρια αυτά, όπως θα δούμε αμέσως, αφενός σχετικοποιούν την έννοια της ‘αρχικής μορφής και σημασίας’ και αφετέρου θέτουν στις πραγματικές της διαστάσεις τη σημασία της έρευνας αυτής για τη μελέτη της γλώσσας όπως τη μιλούν σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο οι φυσικοί χρήστες της.
Ας δούμε λοιπόν τι μπορεί να σημαίνει η αναζήτηση της ‘αρχικής μορφής και σημασίας’. Αυτό που μάλλον εννοούμε, συζητώντας για τη νέα ελληνική γλώσσα, είναι μια αναγωγή στις πρώτες ελληνικές μορφές και σημασίες. Έχουμε ακούσει - και με κάθε ευκαιρία μάς επαναλαμβάνεται από επίσημα χείλη - ότι η γλώσσα μας υπάρχει σε μια αδιάσπαστη συνέχεια από τα αρχαία χρόνια μέχρι τις μέρες μας. Είναι αλήθεια ότι η σημερινή μας γλώσσα είναι το προϊόν εξέλιξης πολλών αιώνων. Το ίδιο ισχύει χωρίς καμιά εξαίρεση για όλες τις ομιλούμενες γλώσσες. Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής έγκειται, για να το πούμε πολύ σχηματικά, στο ότι είναι το μοναχοπαίδι της μεσαιωνικής ελληνικής, που κι αυτή είναι το μοναχοπαίδι της ελληνιστικής κοινής. Μιλώντας για ‘μοναχοπαίδια’ θα πρέπει να εννοήσουμε μορφές τις γλώσσας που επιβλήθηκαν και απέκτησαν το προνόμιο να αποτελέσουν τη βάση πάνω στην οποία εξελίχθηκαν οι μεταγενέστερες γλωσσικές μορφές. Τα υπόλοιπα παρακλάδια, αυτά που δεν επισημοποιήθηκαν είτε από τη σύγχρονη πολιτική εξουσία είτε από τη μεταγενέστερη συνείδηση του παρελθόντος της γλωσσικής κοινότητας, μένουν γνωστά ως ‘διάλεκτοι’.
Υπό διαφορετικές ιστορικές συνθήκες, τα ‘παιδιά’ μιας γλώσσας μπορεί να υιοθετηθούν από κοινότητες ανθρώπων που συνέχονται από διαφορετικούς πολιτικούς μηχανισμούς, δηλαδή ανήκουν σε διαφορετικά κράτη. Τότε η γεωπολιτική διαφοροποίηση δίνει έδαφος για μια εθνική διαφοροποίηση και μια συνακόλουθη τάση περαιτέρω διαφοροποίησης και παγίωσης των διαφορών ανάμεσα στα γλωσσικά ‘αδέλφια’, που αποκτούν πια το καθεστώς διαφορετικών γλωσσών. Αυτό συνέβη στη λατινική, σε αντίθεση με την αρχαία ελληνική.
Η ελληνιστική κοινή υπήρξε το μοναχοπαίδι της κλασικής αττικής. Η αττική, μας είναι γνωστή ως διάλεκτος γιατί έχουμε αποδεχτεί ότι στην περίοδο κατά την οποία μιλήθηκε συνυπήρξε με άλλες συγγενείς της γλωσσικές μορφές, που κι αυτές κέρδισαν μια θέση στην επίσημη ιστορία χάρις στα γραπτά και ιδιαίτερα στα λογοτεχνικά τεκμήρια που μας άφησαν. Αυτά τα γλωσσικά αδέλφια κατάγονται από ακόμα παλαιότερες μορφές της ελληνικής. Ποιες ήταν αυτές;
Από το σημείο αυτό οι γνώσεις μας λιγοστεύουν, καθώς λιγοστεύουν και τα τεκμήρια της γραφής. Τα παλαιότερα χρονολογούνται στον 13ο π.Χ. αιώνα. Με βάση την αρχαιολογική έρευνα, εικάζουμε ότι μορφές της γλώσσας που μιλήθηκαν αρκετά παλαιότερα, από τα τέλη της 3ης π.Χ. χιλιετίας, είχαν προέλθει από τη συνάντηση της γλώσσας των ινδοευρωπαϊκών φύλων που έφτασαν στον ελλαδικό χώρο μάλλον από την κεντρική Ευρώπη, με τη γλώσσα πληθυσμών που ήδη κατοικούσαν εδώ. Αυτών των τελευταίων η γλώσσα παραμένει αδιάγνωστη σε μνημεία γραφής που δεν καταφέραμε ακόμα να αποκρυπτογραφήσουμε (όπως ο δίσκος της Φαιστού). Ποια γλώσσα μιλούσαν οι ινδοευρωπαίοι κατακτητές; Σίγουρα, η γλώσσα τους δεν ήταν ακόμα ‘ελληνική’. Θα μιλούσαν ινδοευρωπαϊκές διαλέκτους, οι οποίες σε διάστημα αρκετών γενεών θα μετασχηματίστηκαν στις γλωσσικές εκείνες μορφές που με τη σειρά τους έδωσαν τη μαγιά των περισσότερο γνωστών μας ελληνικών διαλέκτων της αρχαιότητας.
Ένα συμπέρασμα από τη συζήτηση αυτή είναι πως η ελληνική δεν έχει ημερομηνία γέννησης. Οι ρίζες της χάνονται στην πρωτο-ινδοευρωπαϊκή, τη μητέρα των περισσότερων ευρωπαϊκών γλωσσών. Μπορούμε ασφαλώς να αναζητήσουμε τη σημασία των λίγων λέξεων που μας παραδίδονται στα αρχαιότερα γραπτά τεκμήρια της ελληνικής, όμως το να θεωρούμε αυτές τις λέξεις ‘αρχικές μορφές’ και φορείς των ‘αρχικών σημασιών’ είναι ανόητο. Οι παλαιότερες ευρισκόμενες μορφές (της αρχαίας ελληνικής) και οι παλαιότερες μορφές που μπορούμε να ανασυνθέσουμε με επιστημονικές υποθέσεις (της πρωτο-ινδοευρωπαϊκής) δεν είναι κατά καμιά έννοια ‘αρχικές’.
Η ίδια η εικαζόμενη πρωτο-ινδοευρωπαϊκή, που θα μιλήθηκε κατά την 3η χιλιετία π.Χ., δεν είναι παρά ένα πρόσφατο βήμα στη γλωσσική πορεία της ανθρωπότητας. Η ανασύνθεσή της καταγωγής της ξεφεύγει από τις σημερινές επιστημονικές δυνατότητες. Το μόνο βέβαιο είναι ότι είχε μια μακρά σειρά προγόνων. Και το επιστημονικά πιθανότερο είναι ότι αυτή η μακρά σειρά ξεκινά για όλες τις γλώσσες από μια κοινή αφετηρία. Η κοινή αυτή αφετηρία της ανθρώπινης γλώσσας μάς πηγαίνει τουλάχιστον 40.000 χρόνια πίσω.
Έτσι λοιπόν, η ανεύρεση της ‘αρχικής μορφής και σημασίας’ είναι, απλώς, αδύνατη. Και τούτο γιατί, στην παγκόσμια κλίμακα, τα γραπτά τεκμήρια, τα μόνα συγκεκριμένα γλωσσικά τεκμήρια του παρελθόντος, δεν ξεπερνούν στην καλύτερη περίπτωση την ηλικία των 6.000 ετών, δηλαδή την ηλικία της αρχαιότερης γραφής. Όμως η γλώσσα είναι πολύ αρχαιότερη. Η ηλικία της δεν είναι μικρότερη των 40.000 ετών και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ορισμένων παλαιοανθρωπολόγων, συνεμφανίζεται με το ανθρώπινο είδος (hοmo sapiens sapiens), δηλαδή η ηλικία της φτάνει τα 100.000 χρόνια.
Στην καλύτερη λοιπόν περίπτωση, και τούτο για ελάχιστους γλωσσικούς τύπους, θα μπορούσαμε πιθανώς να καλύψουμε το 1/8 της διαδρομής, και με τη βοήθεια της ιστορικοσυγκριτικής μεθόδου να προχωρήσουμε ένα μικρό και για πάντα ανεπιβεβαίωτο βήμα πιο πίσω. Όμως, η ‘αρχή’ θα μείνει για πάντα χαμένη στην ανεξιχνίαστη προφορικότητα της βαθιάς προϊστορίας. Επιπλέον ο βαθμιαίος χαρακτήρας της γλωσσικής εξέλιξης αφαιρεί από την έννοια της ‘αρχής’ ενός γλωσσικού τύπου το ίδιο της το νόημα. Και βέβαια, ο σιωπηρός εντοπισμός της ‘αρχικής μορφής και σημασίας’ στην κλασική ή στην ομηρική ελληνική οφείλεται μόνο σε ιδεοληψίες για τις οποίες θα μιλήσουμε παρακάτω.
Στο δεύτερο από τα ζητήματα που θέσαμε έχει κεντρική θέση ο προσδιορισμός της έννοιας της ‘αυθεντικής μορφής και σημασίας’. Ήδη, η κατάρριψη της ιδέας για την ανεύρεση της ‘αρχικής μορφής και σημασίας’ αποδυναμώνει κάθε περαιτέρω αναγωγή σ’ αυτήν. Kι αν υποθέσουμε όμως ότι η αναγωγή αυτή ήταν εφικτή, ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις στη σημερινή, ας πούμε, μορφή και σημασία μιας οποιασδήποτε λέξης της κοινής νεοελληνικής, που κυκλοφορεί στα στόματα όλων μας;
H αναζήτηση της ‘αληθινής, αυθεντικής μορφής και σημασίας’ στο παρελθόν αποτελεί κατά κανόνα μια όψη των συντηρητικών αντανακλαστικών των σύγχρονων γλωσσικών κοινοτήτων: Τα αντανακλαστικά αυτά λειτουργούν μέσα στην κοινωνία και συχνά έχουν γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από την πολιτική εξουσία ή τους διεκδικητές της. Οι ομάδες του πληθυσμού που αισθάνονται περισσότερο ανασφαλείς και αμέτοχες στις εξελίξεις τείνουν να τις προσλαμβάνουν με όρους ‘έκπτωσης’ και ‘φθοράς’.
Τα ιδεολογήματα αυτά γίνονται κοινοί τόποι. Πόσοι δεν έχουμε ακούσει ότι ‘η φιλία δεν είναι πια αυτό που ήταν στα παλιά τα χρόνια’, ότι στον κόσμο δεν υπάρχει ‘πια’ λογική και ηθική, ακόμα και ότι η ποιότητα της ζωής έχει ανεπίστρεπτα χαθεί; Μεταξύ των ‘αξιών που χάνονται’, κατά τη μοντέρνα θυμοσοφία, η γλώσσα καταλαμβάνει περίοπτη θέση. Όπως φαίνεται, η γλώσσα είναι ένας προνομιακός χώρος της υπόρρητης ιδεολογίας. Δηλαδή, της ιδεολογίας εκείνης από την οποία πολλοί άνθρωποι εμφορούνται χωρίς να την αναγνωρίζουν ως ιδεολογία και επομένως χωρίς να μπορούν να λάβουν μια κριτική θέση απέναντί της, πιστεύοντας αντίθετα ότι πρόκειται για μια ‘φυσική’ αναντίρρητη αλήθεια.
Το ιδεολόγημα της γλωσσικής φθοράς αποτελεί ένα κοινό τόπο στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Σήμερα, εικοσιπέντε χρόνια μετά την οριστική επικράτηση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας, έχει γίνει σχεδόν κοινός τόπος να νοσταλγούμε μια ακαθόριστη λίγο προγενέστερη φάση της γλώσσας, που όπως διαβεβαιώνουν οι ανησυχούντες για το σημερινό γλωσσικό μας ‘κατάντημα’ ήταν πολύ ορθότερη, εκφραστικά ακριβέστερη και αρτιότερη. Η γλώσσα αυτή (της δεκαετίας του ’30; του ’60; του ’70;) πρέπει να ήταν ένας αληθινός παράδεισος μπροστά στη σημερινή ‘αγλωσσία’. Πράγματι, ζούμε ένα νέο κύμα διαμαρτυρίας όλων (φιλολόγων, πολιτικών, δημοσιογράφων, ιερέων, ηθοποιών, …) ενάντια στην ‘κακοποίηση’ της γλώσσας μας. Οι καταγγελίες συνήθως συνοδεύονται από απαισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον της ελληνικής και την - υποτιθέμενη - άλωσή της από την κυριαρχούσα ανά τον κόσμο αγγλική. Για να καταλάβουμε αυτό το φαινόμενο της γενικευμένης γκρίνιας, θα πρέπει να συνεκτιμήσουμε ότι η δυσφορία για την κατάσταση της κοινής ομιλούμενης γλώσσας είναι ένα φαινόμενο όχι μόνο σημερινό και όχι μόνο ελληνικό.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η διαμαρτυρία για τον κλονισμό της ορθοέπειας της αγγλικής γλώσσας έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις στη σύγχρονη Μεγάλη Βρετανία. Kι εκεί η ‘ατημέλητη’ ομιλία των νέων καθώς και τα ‘λάθη’ στα οποία υποπίπτουν κατά σύστημα όσοι (συνήθως, αλλοεθνείς) δεν έχουν εσωτερικεύσει ορισμένες πλευρές του κανόνα της αγγλικής θεωρούνται ότι υποσκάπτουν τα θεμέλια της γλώσσας αυτής.
Επίσης, σε παλαιότερες εποχές της ελληνικής η ομιλούμενη γλώσσα επικρίθηκε ως παρακμασμένη μορφή της κλασικής, ιδιαίτερα, ελληνικής, όπως συνέβη στον 1ο μ.X. αιώνα με το κίνημα του Αττικισμού που εξέφρασε, υπό συνθήκες ρωμαϊκής κατοχής, την επιθυμία των λογίων για επιστροφή στη γλώσσα των αττικών συγγραφέων, δηλαδή στο ένδοξο παρελθόν, και την ψυχική τους διάσταση με το παρόν τους που μετατράπηκε σε ψυχική διάσταση με τη ομιλούμενη γλώσσα τους, δηλαδή την (αλεξανδρινή) κοινή ελληνική. Το κίνημα των Αλεξανδρινών λογίων εγκαινίασε το λεγόμενο ‘γλωσσικό ζήτημα’ που επί είκοσι αιώνες ταλαιπώρησε τις ελληνόφωνες κοινότητες.
Το γλωσσικό ζήτημα, δηλαδή το ζήτημα της επιλογής για τη γραπτή και την επίσημη έκφραση, καθώς και για τη γλώσσα της παιδείας, μεταξύ της ομιλούμενης γλώσσας και κάποιας άλλης γλωσσικής μορφής στηριγμένης περισσότερο ή λιγότερο σε παλαιότερες μορφές της ελληνικής (των θεωρούμενων ως ένδοξων χρόνων του παρελθόντος που οι ελληνόφωνες κοινότητες διεκδικούσαν ως παρελθόν τους), γνώρισε ιδιαίτερη έξαρση - όπως θα ήταν αναμενόμενο - στα χρόνια που προηγήθηκαν της ίδρυσης του ελληνικού κράτους. Στην περίοδο της προετοιμασίας της Ελληνικής Επανάστασης το θέμα της γλώσσας ενεπλάκη στην προσπάθεια για τη σφυρηλάτηση μιας ελληνικής συνείδησης στις κοινότητες εκείνες των ανθρώπων που θα διεκδικούσαν την αυτόνομη πολιτική τους υπόσταση. Στο πλαίσιο αυτό ήταν προφανές ότι η σύνδεση με την κλασική αρχαιότητα, που αποτελούσε σημείο αναφοράς για το δυτικό κόσμο, θα λειτουργούσε νομιμοποιητικά για τον απελευθερωτικό αγώνα.
Η διαμάχη συνεχίστηκε και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, καθώς υποδαυλίστηκε από τη φυλετική αμφισβήτηση του Fallmerayer, αλλά και από την αδυναμία της νέας ελληνικής πολιτείας να συγχρονισθεί με την Ευρώπη, που είχε ως αποτέλεσμα την αναδίπλωση σε μια τοπική αρχαιολατρική ιδιορρυθμία. Κατά τα τέλη του 19ου και το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα η διαμάχη έλαβε μια κατεξοχήν πολιτική διάσταση ως σύγκρουση των ανερχόμενων δυνάμεων αρχικά του αστικού εκσυγχρονισμού και στη συνέχεια της αριστεράς με τον καθαρευουσιάνικο συντηρητισμό. Η διαμάχη έληξε με την όψιμη ωρίμανση της αστικής δημοκρατίας στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτό το ιστορικό πλαίσιο, είναι αξιοσημείωτη η επιστροφή ιδιαίτερα κατά τα δέκα τελευταία χρόνια σε μια συντηρητική γλωσσική ιδεολογία. Οι λόγοι αυτής της νεοσυντηρητικής στροφής πρέπει να αναζητηθούν στη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική συγκυρία. Ειδικότερα, και μεταξύ άλλων, στην απαξίωση της παραδοσιακής αριστεράς που σε παλαιότερες εποχές λειτούργησε ως η ατμομηχανή του δημοτικισμού εκφράζοντας πλατιά λαϊκά στρώματα, καθώς και στην υιοθέτηση από ορισμένους επιγόνους της ενός εθνικιστικού λόγου που αποτελούσε κάποτε το ‘προνόμιο’ της αμιγέστερης δεξιάς. Η απαξίωση αυτή οδήγησε στη λήθη τους αγώνες για τη δημοτική. Η μεγάλη αυτή κατάκτηση της νεοελληνικής κοινωνίας συσκοτίσθηκε μέσα σ’ ένα περιβάλλον πολιτικής αμηχανίας, όπου παρά την πρακτική συναίνεση γύρω από έναν ευρωπαϊκό προσανατολισμό, εξακολουθεί να τίθεται το ερώτημα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού.