<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d13537987\x26blogName\x3d.::4o+MATI::.\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLACK\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://4mati.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3den_US\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://4mati.blogspot.com/\x26vt\x3d-3529551192642507431', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>
4ï ÌÁÔÉ

Γλώσσα και Εκπαίδευση


Χριστίνα Βεΐκου
Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, τέως Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων

… δεν είμαι τίποτ’ άλλο από γλώσσα
Νίκος Καρούζος, "Συντήρηση ανελκυστήρων"

Με αφορμή την πρόσφατη εξαγγελία της Υπουργού Παιδείας για αναβάθμιση της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Γυμνάσιο και το Λύκειο με αύξηση των διδακτικών ωρών επανερχόμαστε για μιαν ακόμη φορά στο περίφημο «γλωσσικό ζήτημα» που έχει για πολλές δεκαετίες απασχολήσει, συχνά με οξύτητα, όχι μόνον τους φιλολόγους αλλά τους εκπαιδευτικούς γενικότερα και όλους όσοι νοιάζονται για τη νεοελληνική γλωσσική παιδεία. Στον προβληματισμό της Υπουργού Παιδείας σε σχέση με τη γλωσσική επάρκεια των ελλήνων μαθητών επισημαίνεται ότι στόχος είναι η ενίσχυση των παρεχομένων γνώσεων της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση με αναμενόμενα ευεργετικά αποτελέσματα στη χρήση της καθομιλούμενης. Ο στόχος αυτός, βέβαια, είναι αρκετά ασαφής όσον αφορά την εκπαιδευτική υλοποίησή του τόσο επειδή αυτή τη στιγμή λείπει ένα ενιαίο και οργανωμένο σχέδιο για τον προγραμματισμό και τη μέθοδο διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας και νέας, στην Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση όσο και γιατί, επίσης, λείπουν τα σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα που θα αποκαλύψουν τα προβλήματα που έχουν οι μαθητές/τριες στη χρήση της ελληνικής γλώσσας αλλά και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι φιλόλογοι στη διδασκαλία της γλώσσας.

Συνήθως αντιμετωπίζουμε τη γλωσσική διδασκαλία στο σχολείο από μια στενή προοπτική, είτε αυτή αφορά τη συγχρονική ή την ιστορική διδακτική προσέγγιση είτε τις γλωσσικές μορφές και περιόδους που διδάσκονται. Η στάση αυτή οδηγεί σε απόλυτες θέσεις που δε λαμβάνουν υπόψη ότι εκτός από την ιστορία και τη χρήση της γλώσσας υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που συντελούν ή ακυρώνουν (σ)την αποτελεσματικότητα του γλωσσικού μαθήματος. Πρέπει λ.χ. να έχουμε προαποφασίσει τι και πως θα διδάξουμε στο γλωσσικό μάθημα, με τι προγραμματισμό, με ποια βιβλία και με ποιο σκοπό – να αναπτύξουμε τη γλωσσική δεξιότητα των μαθητών/τριών; να κάνουμε γνωστή την ιστορία της ελληνικής γλώσσας; να προωθήσουμε ιδεολογικές αξίες σχετικές με τη νεοελληνική πολιτισμική ταυτότητα; να ανταποκριθούμε στις γλωσσικές ελλείψεις των μαθητών/τριών; πως θα ιεραρχήσουμε και θα αξιολογήσουμε όλες αυτές τις εναλλακτικές δυνατότητες; Τι είδους πρόγραμμα σπουδών θα ετοιμάσουμε για να τις εφαρμόσουμε; Η επιτυχία και η αποτελεσματικότητα κάθε εκπαιδευτικής πρότασης εξαρτάται από τον συσχετισμό και την αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων που πρέπει εκ των προτέρων να έχουν σταθμιστεί και καθορισθεί ως κριτήρια δράσης.
Οι δάσκαλοι έχουμε ιδιαίτερη ευαισθησία και φροντίδα για ό,τι αφορά τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας –αρχαίας και νέας- σε όλα τα πεδία εφαρμογών (διδακτική, προγράμματα, βιβλία) αλλά και με ποικίλες προσεγγίσεις (ως πρώτης ή δεύτερης γλώσσας, ως ξένης γλώσσας, ως διαπολιτισμικού εργαλείου). Με το πνεύμα αυτό, θεωρούμε ευοίωνο το γεγονός ότι επανέρχεται το ζήτημα της ενίσχυσης της αρχαιογνωσίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Υποστηρίζουμε, όμως, την αναβάθμιση του μαθήματος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας όχι μόνο με την προσθήκη μερικών διδακτικών ωρών αλλά και με αναδιάρθρωση του ωρολογίου και αναλυτικού προγράμματος του μαθήματος στο Γυμνάσιο και το Λύκειο (απαραίτητη λ.χ. είναι η εισαγωγή του Επιταφίου του Περικλή ως μαθήματος Γενικής Παιδείας στη Γ' τάξη του Ενιαίου Λυκείου, έτσι ώστε όλοι οι μαθητές να γνωρίσουν τα υψηλά διδάγματα δημοκρατικού φρονήματος και ενεργητικής συμμετοχής στη δημόσια ζωή, που προσφέρει ο λόγος του Θουκυδίδη, ιδανικό και αναγκαίο συστατικό στοιχείο της γενικότερης μόρφωσης και της κοινωνικής και πολιτικής αγωγής των νέων ανθρώπων), με ανανέωση των βιβλίων και των διδακτικών προσεγγίσεων και, κυρίως, με την απαραίτητη ειδική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Στο πλαίσιο αυτό, μάλιστα, θα είχε νόημα και η επανίδρυση των Κλασικών Λυκείων. Άλλωστε αυτή την εποχή υπάρχει μια στροφή προς την προαγωγή των κλασικών σπουδών διεθνώς: σε 105 πανεπιστήμια και ακαδημαϊκές σχολές της Ευρώπης διδάσκεται σήμερα η αρχαία και νέα ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία. Στην Ιταλία έχουν ιδρυθεί περί τα 700 κλασικά Λύκεια, στη Δανία όλοι οι μαθητές της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έχουν την επιλεκτική δυνατότητα να διδάσκονται Αρχαία Ελληνικά και Λατινικά, ενώ στη Γαλλία και Γερμανία έχουν συγκροτηθεί, ήδη από τον Οκτώβριο του 2001, ειδικές επιστημονικές επιτροπές για την αναδιάρθρωση των Προγραμμάτων Σπουδών των κλασικών γλωσσών στα Γυμνάσια και στα Πανεπιστημιακά Τμήματα.
Η εκμάθηση των κλασικών γλωσσών ως μεθοδική εμπειρία μεταφοράς ενός γλωσσολογικού συστήματος σε άλλο είναι διαδικασία αποτελεσματική για το πολιτισμικό άνοιγμα και τη μεταξύ των λαών κατανόηση. Η σχέση με το παρελθόν μπορεί να αποτελέσει κοινό πρότυπο για τη σύγχρονη πολιτιστική αλληλεπίδραση ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη.
Οι κλασικές γλώσσες είναι φορείς των καινοτομιών που γνώρισε η αρχαιότητα - η ιστορία συγκεκριμενοποιείται μέσα στη γλώσσα. Η γλώσσα δεν είναι μόνο φορέας μορφών αλλά και περιεχομένων. Τα επιμέρους περιεχόμενα κάθε γλώσσας δεν είναι απλά μηνύματα, αλλά ιστορικές πραγματικότητες που παίρνουν τη σημασία τους από την εγγραφή τους σε μια ανοιχτή διαδικασία γλωσσικής κατανόησης. Μελετώντας τη γλώσσα κατανοεί κανείς καλύτερα την ιστορία του πολιτισμού, επειδή αντιλαμβάνεται πως η χρήση παράγει τους γλωσσολογικούς κώδικες μέσα στην ιστορική συνέχεια.
Η κλασική αρχαιότητα αποτελεί δομική πολιτισμική αναφορά μέσα στην ευρωπαϊκή παράδοση. Ο Ευρωπαίος πολίτης, αλλά και ο πολίτης του ευρύτερου δυτικού πολιτισμού, σκέπτεται και εκφράζεται μέσα από έννοιες-λέξεις που ανάγονται στην αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα και γραμματεία, σε κείμενα δηλαδή που προσδιόρισαν τις συντεταγμένες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Γι’ αυτό και η αρχαία ελληνική και η λατινική, παρότι θεωρούνται «νεκρές» γλώσσες, έχουν μια παραδειγματική αξία καθώς είναι ακόμη ζωντανές στη δημιουργία νεολογισμών, ιδίως στην επιστήμη.
Έτσι, η γνωριμία ενός άλλου, διαφορετικού, γλωσσικού και πολιτισμικού συστήματος αποτελεί αξία καθεαυτή ιδιαίτερα για τους έλληνες μαθητές που βρίσκονται απέναντι σε μια γλώσσα η οποία αποτελεί κοινή κληρονομιά και την οποία κατ’ αρχήν δεν καταλαβαίνουν. Η εκμάθηση της αρχαίας γλώσσας υποχρεώνει τους μαθητές να βγουν από τον κύκλο των οικείων τους παραστάσεων, να χειρισθούν διαφορετικά «εργαλεία» γραμματικής και συντακτικής ανάλυσης και να μπουν με τον τρόπο αυτό σε μιαν ανακαλυπτική διαδικασία επίλυσης προβλημάτων: υποχρεώνονται να βγούν απ’ όσα ήξεραν και να ανοιχτούν σε καινούργιες δυνατότητες. Η δομή και το ύφος του αρχαίου ελληνικού λόγου, η ακριβολογία και η πυκνότητα, η ανάπτυξη και η χρήση των διαφόρων συντακτικών μορφών, η παραγωγή των λέξεων και η εξελικτική μεταβολή της σημασίας τους μπορούν να οξύνουν τη γλωσσική και συλλογιστική ευελιξία των μαθητών, όταν διδαχθούν με δημιουργικό τρόπο και ανανεωμένη μέθοδο. Επιπλέον, η γνώση ενός γλωσσικού συστήματος διευκολύνει την επικοινωνία και με άλλα συστήματα επικοινωνίας και πληροφορίας όπως είναι τα ψηφιακά συστήματα και η τεχνολογία του διαδικτύου. Είναι γνωστό ότι μεγάλη διεθνής εταιρεία συστημάτων πληροφορικής επέλεγε κατά προτεραιότητα υποψήφιους με διπλώματα κλασικών γλωσσών, επειδή θεωρούσε ότι οι γλωσσικές σπουδές αυξάνουν την συστημική αντίληψη και ευστροφία των ανθρώπων.
Είναι άμεση αναγκαιότητα η διαμόρφωση μιας ενιαίας αντίληψης για τη γλώσσα και τον πολιτισμό, όπως διδάσκονται στο σχολείο. Η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι κυρίαρχο στοιχείο της πολιτιστικής και πολιτισμικής μας κληρονομιάς και η ανάπτυξη και προαγωγή της στα σχολεία ενισχύει τη γνώση και τη συνειδητοποίηση της ιστορικής μας ταυτότητας και της ιδιαίτερης κουλτούρας μας μέσα στο πλαίσιο της κοινής ευρωπαϊκής οικογένειας.
Ωστόσο, η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο και το Λύκειο πρέπει να συνδυάζει τη γλωσσική διδασκαλία από πρωτότυπο αλλά και μεταφρασμένο αρχαιοελληνικό κείμενο με την ανάλυση και την ερμηνεία των ιδεών και των νοημάτων του συγκεκριμένου έργου, έτσι ώστε η μελέτη της αρχαιοελληνικής γλώσσας να αναδεικνύει τον στοχασμό και τον πολιτισμό του αρχαιοελληνικού κόσμου. Με το πνεύμα αυτό πρέπει να γίνεται η διδασκαλία και η κατανόηση των αρχαίων κειμένων και, βέβαια, η αξιολόγησή τους στις εξετάσεις και με τον τρόπο αυτό υπερβαίνουμε τα πλασματικά διλήμματα: πρωτότυπο ή μετάφραση, γραμματική ή κείμενο, γλώσσα ή πολιτισμός; Θέση μου είναι ότι τα αρχαία κείμενα πρέπει να αποτελούν κεντρικό αντικείμενο στην εκπαίδευση επειδή προσφέρουν μια κριτική και συγκριτική προοπτική, μιαν ιστορία του πνεύματος, την ευκαιρία συζητήσεων για τον εκπαιδευτικό εκσυγχρονισμό. Εξάλλου, η σύγχρονη ελληνική ταυτότητα, ατομική και συλλογική, δομείται και από την επανεκτίμηση του ιστορικού της υλικού, γιατί η γλώσσα είναι ο τόπος όλων μας. Εδρεύουμε στη γλώσσα και δεν υπάρχει χώρος να σταθούμε έξω απ’ αυτήν. Τη γλώσσα τη μιλούμε, τη μελετούμε και την καλλιεργούμε – τα όριά της είναι τα όρια του κόσμου μας. Η ίδια η ανθρώπινη υπόστασή μας οφείλεται, πρώτ’ απ’ όλα, στην ικανότητα της συμβολικής αναπαράστασης που είναι η κοινή πηγή της σκέψης, της γλώσσας και της κοινωνίας. Η γλώσσα πηγάζει από την κοινωνική ζωή, καθορίζεται απ’ αυτήν αλλά και την καθορίζει, σ’ ένα βαθμό μάλιστα τη δημιουργεί. Γιατί κάθε φορά που μιλούμε για τα πράγματα του κόσμου, αυτά ξαναρχίζουν από την αρχή.
Με το νόημα αυτό, η γλώσσα δε θέτει μόνο τα όρια του κόσμου μας αλλά και τα όρια της ελευθερίας μας - πρώτα της ελευθερίας να συγκροτήσουμε τον προσωπικό μας λόγο και ύστερα της ελευθερίας να επικοινωνήσουμε με τους συνανθρώπους μας. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να αναλογιζόμαστε συχνά οι δάσκαλοι το προτρεπτικό ερώτημα του εθνικού μας ποιητή:
« Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα ; »
Αυτές είναι οι δύο πρωταρχικές συνιστώσες της κοινωνικής ζωής και πάνω σ’ αυτές θεμελιώνονται όλες οι γνώσεις και οι εμπειρίες των ανθρώπων.
Με τη γλώσσα, ειδικά, οργανώνεται ο κόσμος γύρω μας, οικοδομούνται οι ιδέες μας και ταξινομείται η κοινωνική πραγματικότητα. Γι’ αυτό και η γλωσσική αγωγή διατρέχει όχι μόνο την οργάνωση των φιλολογικών μαθημάτων αλλά το σύνολο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, η οποία πρέπει να προάγει την ανάπτυξη επικοινωνιακών δεξιοτήτων καθώς και την ικανότητα κριτικού χειρισμού του λόγου.
Τα γλωσσικά προγράμματα βασίζονται στη θεώρηση της γλώσσας τόσο ως κοινωνικού προϊόντος όσο και ως επικοινωνιακού αγωγού. Η γλωσσική έκφραση είναι κοινωνική πράξη, αφού χρησιμοποιώντας τη γλώσσα οι άνθρωποι διαπραγματεύονται, διαμορφώνουν ή και αλλάζουν τις κοινωνικές τους σχέσεις και εμπειρίες. Συνεπώς, η γλωσσική διδασκαλία στο σχολείο πρέπει να στοχεύει πρώτα στην απόκτηση της κατάλληλης γλωσσικής επάρκειας για την επίτευξη κοινωνικών στόχων, ύστερα στην ανάπτυξη γλωσσικών δεξιοτήτων για την κατανόηση και παραγωγή διαφόρων ειδών λόγου και τέλος στην κατανόηση των ιστορικών όρων της γλωσσικής εξέλιξης.
Τα θέματα αυτά δεν αφορούν μόνο τις εκπαιδευτικές διαδικασίες αλλά έχουν ένα ευρύτερο κοινωνικό ενδιαφέρον, επειδή επηρεάζουν την καθημερινή ζωή και την ευημερία ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού. Γιατί σκοπός του σχολείου δεν είναι μόνον η απόκτηση γνώσεων? είναι επίσης να δώσει διέξοδο στον αυθορμητισμό και τη δημιουργικότητα των μαθητών, να συνδέσει το σχολείο με τον κοινωνικό περίγυρο και τα κοινωνικά προβλήματα, να καλλιεργήσει δεξιότητες που είναι απαραίτητες για τη ζωή μας, να αναπτύξει την πρωτοβουλία, την αυτενέργεια, την υπευθυνότητα, το συλλογικό πνεύμα, την αλληλεγγύη και τη συνεργασία. Οι στόχοι αυτοί είναι κατ’ εξοχήν μορφωτικοί και δημοκρατικοί, αφού αυτό που περισσότερο χρειαζόμαστε στη χειμαζόμενη κοινωνική και πολιτιστική μας πραγματικότητα είναι πολίτες που να βρίσκονται σε συνεχή εγρήγορση. Για τον λόγο αυτό κρίνουμε ότι είναι καιρός να ξανασκεφτούμε το πρόγραμμα σπουδών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, αφού πρώτα αποφασίσουμε τι είδους μόρφωση θέλουμε να προσφέρουμε στο σύνολο του μαθητικού πληθυσμού - κι αυτό δεν αποτελεί απλώς ένα ρητορικό επιχείρημα αλλά έργο ζωής των φιλολόγων καθηγητών, καθώς αυτοί ιδιαίτερα έχουν ως στόχο τους όχι μόνο την απόκτηση γνώσεων αλλά και την καλλιέργεια και την ανάπτυξη της κριτικής και υπεύθυνης συνείδησης των νέων ανθρώπων.
Αυτό σημαίνει ότι η αγάπη για τα κλασικά γράμματα πρέπει να παραμείνει ζωντανή, σε πείσμα των χαλεπών καιρών που διανύουμε, και, επίσης, ότι είναι και δική μας ευθύνη να αναδείξουμε την αξία και τη σημασία που έχουν οι κλασικές σπουδές για την επικράτηση ενός ανθρωπιστικού πνεύματος στον σύγχρονο οικουμενικό πολιτισμό – έναν πολιτισμό που φαίνεται να απανθρωπίζεται όλο και περισσότερο…
Όσοι, όμως, όπως εμείς οι φιλόλογοι, εξακολουθούμε να πιστεύουμε στη δύναμη του ανθρώπινου λόγου, δεν πρέπει να απελπιζόμαστε. Γιατί, καθώς μας διαβεβαιώνει ο ποιητής μας, « η δημιουργία του κόσμου δεν τελείωσε ακόμα την αποτελειώνουν κάθε μέρα οι εργάτες κι οι ποιητές.» (Τάσος Λειβαδίτης, Γένεσις)